|
Πατερική Γαλήνη
|
Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
« Όταν συγχωρείς, κερδίζεις περισσότερα από εκείνα που δίδεις »,
λέει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
|
Μιλάει απλά, εποικοδομητικά, θέλοντας να μας παιδαγωγήσει σε μία εποχή που το οφθαλμόν αντί οφθαλμού μοιάζει να ισχύει περισσότερο παρά ποτέ. Ας παρακολουθήσουμε όσα εκείνος διδάσκει. Μοιάζουν γνωστά κι απλά. Παραμένουν όμως στην πράξη δύσκολα και μακρινά...
Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής; Τα εξής παραγγέλλει ο Θεός στους ανθρώπους: «Κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του» και «κανείς ας μη συλλογίζεται την κακίαν του άλλου». Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή. Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα.
Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολλά σοβαρά θέματά σου και γι' αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι σου είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις.
Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, ή με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατ' αυτού - εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του - αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεομάχο.
Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απ' ό,τι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε...
Εμάλωσες με κάποιον και κρατάς μέσα σου κακία. Μην προσέλθεις στη Θεία Κοινωνία!
Θέλεις να προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρώτα και τότε να έλθεις να εγγίσεις τα Άχραντα Μυστήρια!
Αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Αυτός για να σε συμφιλιώσει με τον Πατέρα, δεν αρνήθηκε ούτε να σφαγιασθεί, ούτε το αίμα Του να χύσει. Και συ, για να συμφιλιωθείς με τον συνάνθρωπό σου, ούτε μια λέξη δεν καταδέχεσαι να βγάλεις από το στόμα σου; Και διστάζεις να τρέξεις πρώτος;
Άκουσε τι λέει για όσους κρατούν τη στάση αυτή: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου... πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου».
Αν έβλεπες ένα μέλος του σώματός σου αποκομμένο, δεν θα έκανες τα πάντα για να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και για τους αδελφούς σου. Όταν τους δεις να έχουν αποκοπεί από την αγάπη σου, τρέξε γρήγορα και περιμάζεψέ τους. Μην περιμένεις εκείνους να έλθουν, σπεύσε εσύ πρώτος, για να λάβεις τα βραβεία!
Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν να μη συμφιλιωθείς ποτέ, προς τον αδελφό σου όμως ποτέ να μην έχεις βαριά καρδιά.
Κι αν ακόμη συμβεί κάποια μικροψυχία, ας είναι παροδική, ας μην υπερβαίνει το διάστημα της ημέρας. «Η δύση του ηλίου να μη σας προφθάσει οργισμένους», λέει ο Απόστολος.
«... Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Βλέπεις; Ο Θεός εσέ τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου.
Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρηθούν.
Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσεις με ειλι-κρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.
Αν, μετά τη συγχώρηση, κάνεις και φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντι σου.
Ποιας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα και μικρά δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει, εναντίον σου τα ίδια τα λόγια της προσευχής;
Γιατί όταν λες στο Θεό «συγχώρεσέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε τους εχθρούς μας» και κατόπιν εσύ δεν συγχωρείς, για τίποτε άλλο δεν παρακαλείς το Θεό, παρά να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγγνώμη...
|
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Απόσπασμα από την ομιλία κ'
της σειράς λόγοι «Εις τους Ανδριάντας»
|
Η
ΜΗΤΕΡΑ
όλων των Mητέρων
|
Τ ον Αύγουστο η Εκκλησία εορτάζει το τέλος της επίγειας ζωής της Παναγίας, τον θάνατό της, γνωστό ως Κοίμηση, μιά λέξη όπου το όνειρο, η μακαριότητα, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά ενώνονται.
Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες που περιβάλλουν τον θάνατο της Παναγίας, της μητέρας του Χριστού. Διάφορες ιστορίες, διανθισμένες με παιδική αγάπη και τρυφεράδα, έχουν φθάσει ως εμάς από τον πρώιμο Χριστιανισμό, αλλά, ακριβώς λόγω της ποικιλίας τους, δεν νιώθουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την «ιστορικότητα» καμιάς απ’ αυτές. Στην Κοίμηση, η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, ούτε στην ημερομηνία και στον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, αυτή η Μητέρα όλων των μητέρων, ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν αυτό συνέβη, η Εκκλησία, αντ’ αυτού, παρατηρεί την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε τον θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.
Ο θάνατός της αναλύεται καλύτερα μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως, που είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Εκκλησίας εκείνη την ημέρα, ως κέντρο όλου του εορτασμού. Η Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συναγμένοι γύρω της, και από πάνω της στέκεται ο ίδιος ο Χριστός, κρατώντας στα χέρια τη Μητέρα Του, η οποία είναι ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του. Εδώ βλέπουμε τον θάνατο κι ό,τι έχει ήδη περάσει σ’ αυτό τον συγκεκριμένο θάνατο: όχι ρήξη αλλά ένωση. Όχι λύπη αλλά χαρά. Και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όχι θάνατος αλλά ζωή. « Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος», ψάλλει η Εκκλησία, βλέποντας αυτή την εικόνα. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας· εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε...».
Τα λόγια μιας βαθύτατης και πολύ όμορφης προσευχής που απευθύνεται στην Παναγία έρχονται τώρα στο νου μας, «Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας!» (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που ξεχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς απ’ αυτή την άδυτη, μυστική Ημέρα. Παρατηρώντας αυτόν τον θάνατο, και στεκόμενοι δίπλα σ’ αυτό το νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν ισχύει πλέον, ότι η διαδικασία του θανάτου ενός ανθρώπου έχει γίνει τώρα μία πράξη ζωής, μία είσοδος σε μία ευρύτερη ζωή, όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που δόθηκε εντελώς στον Χριστό, που Τον αγάπησε έως τέλους· συναντιέται μ’ Αυτόν σ’ εκείνες τις φωτεινές πύλες του θανάτου, κι εκεί ο θάνατος μεταστρέφεται αμέσως σε χαρμόσυνη συνάντηση – η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω στα πάντα.
Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από τον θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού· που έδωσε ζωή στον Σωτήρα και Κύριό μας· που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στον Σταυρό. Και παρατηρώντας η Εκκλησία τον θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε τον θάνατο όχι ως φόβο, τρόμο, τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα...». Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της: «Νέκρωσις άφθορος», αθάνατη κοίμηση. Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντιφατικής και φανερά παράλογης συνυπάρξεως αυτών των λέξεων; Στην Κοίμηση, μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας. Άν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στον θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μιά συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητας και μια είσοδος σ’ αυτό. « Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ό,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Έτσι στην γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στενοχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή. Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.
Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν· ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον...». Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη. Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε, τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιώνιας Ημέρας.
|
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν
|
Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
|
Ο άνθρωπος ποτέ δεν πρέπει να απελπίζεται. Όσα κακά και αν κάμη, σε όσα αμαρτήματα και αν πέση, ποτέ δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του, διότι ο διάβολος δεν χαίρεται με τίποτα άλλο παρά μόνον όταν ιδή τον άνθρωπον ότι έπεσεν εις απόγνωσιν. Όσα πολλά και μεγάλα αμαρτήματα να κάμη κανείς, ακόμα και ασεβής να γίνη, δεν μένει ευχαριστημένος ο διάβολος, διότι γνωρίζει ότι ο Θεός είναι Θεός ελέους, Θεός ευσπλαχνίας, και όταν μετανοήση ο άνθρωπος, τον δέχεται πάλιν. Αλλά όταν ιδή ότι έχασε τας ελπίδας του, ότι έχασε πλέον την πίστιν που είχε εις τον Θεόν, τότε δεν φοβείται καθόλου, αλλά καθίζει εις τον θρόνον του και μένει κατά πολλά ευχαριστημένος, διότι γνωρίζει ότι εκέρδισεν αυτόν τον άνθρωπον. Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ποτέ να απελπίζεται.
Η απελπισία έρχεται, όταν δεν πηγαίνεις εις την εξομολόγησιν να λες τους λογισμούς σου και τις ιδέες σου να παίρνεις συμβουλάς, αλλά όταν βαδίζης με τις ιδικές σου ιδέες και δεν συμβουλεύεσαι άλλον. Πολλοί άνθρωποι που δεν επήγαιναν να συμβουλευθούν κανέναν, απελπίσθηκαν· και άλλοι έπεσαν στη θάλασσα και επνίγηκαν, άλλοι με το μαχαίρι, άλλοι με το τουφέκι, άλλοι με το πιστόλι, αφαίρεσαν μόνοι την ζωήν τους. Αυτοί κατ’ ευθείαν πηγαίνουν στην κόλασι και η εκκλησία δεν τους δέχεται ούτε τους μνημονεύει ούτε τους θάπτει. Η αιτία που έρχεται η απελπισία εις τον άνθρωπον είναι η υπερηφάνεια.
Άλλοι, επειδή ήταν πλούσιοι και επτώχευσαν, εντρέπονται από την υπερηφάνειάν τους και απελπίζονται· άλλοι επειδή τους επρόσβαλαν ή τους εκατηγόρησαν. Πάντως η υπερηφάνεια φέρει την απόγνωσιν· και ο Θεός μισεί τον υπερήφανον. Εκείνος για έναν αμαρτωλόν άφησεν όλα τα τάγματα των αγγέλων και κατέβηκε στη γη· και ύστερα για την υπερηφάνειαν άφησε και εχάθηκαν εκατομμύρια άγγελοι και έγιναν δαίμονες.
Διά τούτο και ημείς, αδελφές, πρέπει να ταπεινωθούμεν, διότι αν δεν ταπεινωθούμεν εμείς, θα μας ταπεινώσει άλλος. Εμείς να ταπεινωθούμεν, να σκύψωμεν. Ο ταπεινός όλα τα δέχεται. Είναι πάντα ειρηνικός, πάντα υπομονετικός, πάντα μακρόθυμος, πράος, ήσυχος, δεν ψεύδεται, δεν κατακρίνει, είναι πάντοτε εν χαρά και ευχαριστήσει. Το πρόσωπόν του λάμπει. Ο δε υπερήφανος είναι όλο κενοδοξία, όλο ανθρωπαρέσκεια, όλο ανυπομονησία, όλο θυμός, γογγυσμός, αντιλογία, μίσος, κακία και ανησυχία. Δεν μπορεί να του μιλήση κανείς, αλλά ευθύς αντιλέγει, θυμώνει, κατηγορεί και χάνει την ψυχραιμία του.
Εκείνος που σιωπά είναι ταμείον και δοχείον του Αγίου Πνεύματος. Δεν υπάρχει γλυκύτερον πράγμα από την σιωπήν. Η σιωπή κάμνει τη ζωή αγγελική· άγγελος γίνεται εκείνος που κρατεί σιωπήν. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αρετή από την σιωπήν, όταν γίνεται κατά Θεόν.
Η σιωπή είναι τριών ειδών: υπάρχει σιωπή που γίνεται από περιφρόνησιν, δηλαδή περιφρονείς τον άλλον και δεν του μιλείς. Υπάρχει άλλη σιωπή που γίνεται, όταν είναι κανείς θυμωμένος ή στεναχωρημένος· υπάρχει και σιωπή που γίνεται κατά Θεόν.
Εκείνος που σιωπά από περιφρόνησιν, σιωπά μεν αλλά μέσα του είναι γεμάτος από θυμόν και πείσμα. Ο τοιούτος ομοιάζει με κείνον τον αδελφόν που λέγει ο αββάς Δωρόθεος, ότι έβλεπε τους άλλους αδελφούς σαν τους σκύλλους που γαβγίζουον.
Εκείνος πάλι που σιωπά από θυμόν, έχει τρόπον τινά μάχη με τον Χριστόν· και σιωπά μεν, αλλά μέσα του κατηγορεί, κατακρίνει, συκοφαντεί και είναι ως ο μεθυσμένος.
Εκείνος όμως που σιωπά κατά Θεόν, όλην την ημέρα σκυθρωπάζων πορεύεται κατά τον Δαβίδ. Είναι σκυθρωπός και λυπημένος, κατηγορεί και μέμφεται τον εαυτόν του. Αυτή είναι η σιωπή που γίνεται κατά Θεόν.
Είναι και άλλη σιωπή, της απελπισίας. Αυτή η σιωπή είναι μεγάλο και αδιόρθωτο κακόν· διότι τα άλλα δύο είδη, του θυμού δηλαδή και της περιφρονήσεως, αν πέση ο άνθρωπος σε ταπείνωσιν, διορθώνονται· αλλά της απελπισίας η σιωπή είναι κακόν και ολέθριον· διορθώνεται και αυτή, όταν ταπεινωθή ο άνθρωπος, αλλά δύσκολον είναι. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αρετή από την σιωπήν. Η σιωπή είναι αρετή των αγγέλων. Εκείνος που σιωπά ή την ευχήν θα λέγη, ή θα μέμφεται τον εαυτόν του ή θα έχη τον λογισμόν του στα ουράνια ή θα φαντάζεται την κόλασι· πάντως κάτι καλόν θα κάμνη. Και όλην την ημέραν σκυθρωπός και λυπημένος περιπατεί.
|
Αγίου Ανθίμου
|
« Η ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ »
Ποίημα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών
και Οικουμενικού Διδασκάλου
Εφραίμ του Σύρου.
|
|
Την κατανυκτική αυτή προσευχή, ποίημα του Οσίου και Θεοφόρου Πατέρα μας Εφραίμ του Σύρου, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», και τον Ποιητή αυτής Όσιο Εφραίμ τον Σύρο - ως τον «Άγιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής», όπως Τον αποκαλούν και οι πιστοί στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, την Συρία.
Και τούτο, διότι η Προσευχή αυτή, καθόλη την διάρκεια της «Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής», αναφέρεται περίπου πεντακόσιες φορές. Κατά την περίοδο αυτή, στο τέλος κάθε Ακολουθίας, η Κατανυκτική αυτή Προσευχή επαναλαμβάνεται δύο φορές, πλην Σαββάτου και Κυριακής, επειδή, κατ’ αυτές τις ημέρες, διαφοροποιείται το τυπικό της Εκκλησίας μας.
Η Κατανυκτική Ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, κατέχει σημαντική θέσι στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Η Σαρακοστή είναι μία πνευματική πρόκλησι, η οποία απαιτεί απόφασι, πρόγραμμα και συνεχή πνευματική προσπάθεια. Προσπάθεια ανανήψεως και εγρηγόρσεως· συντριβής και μετανοίας· διαρκούς σχέσεως, επικοινωνίας και εξαρτήσεως από τον Θεό Πατέρα. Διαρκής πάλη και ενσυνείδητη προσπάθεια να γνωρίσει ο καθένας τον εαυτόν του, να αγωνισθεί να αποβάλει τα πάθη του και να ενδυθεί τις αρετές, σε μια συνεχή πορεία πνευματικής προοπτικής και ασκήσεως.
Η οδοιπορία για το εκούσιο πνευματικό ταξίδι άρχισε. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται οι βουλόμενοι αθλήσαι...». «Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας· αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα έργα του φωτός...».
Διά της ευχής αυτής, ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας Εφραίμ ο Σύρος, προσεύχεται μεν ο ίδιος, προς τον Αγαπημένο Του Κύριο, τον Δεσπότη και Θεάνθρωπο Χριστό μας, την Πηγή του Ελέους και της φιλανθρωπίας το ανεξάντλητο Πέλαγος, στον Μόνο Αναμάρτητο και Παντοδύναμο, καλεί όμως και εμάς, σε αληθινή τελωνική προσευχή, που γεννιέται από οδύνη και πόνο, ελπίδα όμως ουράνια και πνευματική χαρά, να Τον παρακαλέσουμε, κατά πρώτον, για το ξερρίζωμα των ψυχοφθόρων κακιών από την καρδιά μας και την απελευθέρωσι της ψυχής μας από την δουλεία των ανελέητων τυράννων, των παθών μας και από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες.
Κατά δεύτερον, να Τον παρακαλέσουμε να μας χαρίσει τις θείες ενέργειες από την Χάρι Του, για την καλλιέργεια των θεοφιλών αρετών, σε αντικατάστασι εκείνων, αφού σε κάθε πάθος αντιστοιχεί μία αρετή, που θα διαμορφώσουν τελικά την χριστιανική ζωή μας και θα μεταμορφώσουν τον ίδιο τον εαυτόν μας, να « αποδυθή την παλαιότητα και να ανακαινίση αυτόν εις την ζωήν την αιώνιον...εις ένωσιν του Χριστού...», σε άνθρωπο χριστοφόρο και χριστοειδή, σε Θεάνθρωπο κατά χάρι, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Αναμφίβολα, το πρόβλημα του καλού και του κακού, της αρετής και της κακίας, αποτελεί από την αρχή ακόμη της Δημιουργίας του κόσμου, το πιο δύσκολο και βασανιστικό πρόβλημα στη συνείδησι του ανθρώπου.
Όμως, εάν θέλουμε, να ακολουθήσουμε τον ορθό δρόμο, εάν θέλουμε να έχουμε πνευματική ζωή, τότε πρέπει να παρακαλούμε τον Θεάνθρωπο Χριστό, σαν Κύριο και αυθέντη μας, σαν δίκαιο αντιλήπτορα των ανθρωπίνων αδυναμιών, να μας μεταγγίσει Φως και Χάρι, να μας χαρίσει το Άγιον Πνεύμα να έλθει να σκηνώσει στην καρδία μας και σαν θεία φλόγα με τις φεγγοβόλες ακτίνες της να ενεργεί, να θερμαίνει και να ζωοποιεί, να καθαρίζει και να αγιάζει, να πληροί και να αυξάνει, έως ότου νικήσει τελείως το κακό και την αμαρτία, που προξενεί τον θάνατο. Να βιώνει πραγματικά την παρουσία του Χριστού μας, την χαρισματική ζωή που αναγεννά τον άνθρωπο, τον ζωογονεί, τον χαριτώνει, τον σώζει και τον αγιάζει. Να ζει την «Θεοζωή» και να προγεύεται τον Παράδεισο.
Γι’ αυτό, ο «Χριστός έγινε σαρκοφόρος για να γίνει ο άνθρωπος πνευματοφόρος».
Η Κατανυκτική λοιπόν αυτή Προσευχή, του Θεοφόρου Πατέρα μας Εφραίμ του Σύρου, ενώ είναι τόσο σύντομη και περιεκτική, εν τούτοις είναι πλήρης πνευματικής δυνάμεως και βάθους θεολογικού· αποτελεί σύνοψι του γνησίου βιώματος της υγιούς και ειλικρινούς μετανοίας, περικλείει δε, σωστική και αγιαστική δύναμι· μία μυστική δύναμι αναγεννήσεως της ψυχής, απογειώσεώς της από τα άχρηστα βάρη των ψυχοκτόνων παθών.
Η Προσευχή, ως κυρία και σπουδαία, θεοφιλής και σωτήρια πνευματική εργασία, φωτίζει τον νου και αγιάζει την ψυχή.
Εάν δεν προσεύχεσαι είσαι μακριά από τον αγιασμό και από τον φωτισμό· μακριά από την σωτηρία. Πρέπει να είμαστε σε συνεχή και αδιάλλειπτη επικοινωνία μαζί με τον Αγαπημένο μας Χριστό σε όλα όσα μας συμβαίνουν.
Η ψυχή αγιάζεται και φωτίζεται όταν ασκείται σε άγιες σκέψεις και πράξεις, σε άγιες επιθυμίες και σε άγια αισθήματα. Στην σταθερή πίστι και στην ανιδιοτελή αγάπη, στην αγία ταπείνωσι και στην θεοειδή πραότητα, στην οσία υπομονή και στην θεοφιλή συγχωρητικότητα, όπως εκτενέστερα θα αναφέρουμε πιο κάτω.
Η υποδούλωσι όμως, του σώματος και της ψυχής, στα πάθη και τις αμαρτίες, οδηγεί πρωτίστως στον πνευματικό και ψυχικό θάνατο, ενίοτε δε και στο σωματικό και η ζωή του ανθρώπου τότε καταντά μια τραγική ματαιοπονία.
Σκοπός λοιπόν, κάθε ανθρώπου είναι ο αγιασμός του. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί», παραγγέλει σε όλους μας ο Θεός.
Η οδός των Χριστιανών είναι «η των Αγίων οδός».
Αυτοσκοπός λοιπόν, κάθε Χριστιανού είναι η απόκτησι του Αγίου Πνεύματος· αδιάλειπτος αγώνας του να εισοδεύει στον θησαυρό των αγαθών, στον πλούτο των θεοσδότων αρετών και στην ποικιλία των καρπών των ενθέων χαρισμάτων που χορηγεί, αφθόνως, το Άγιον Πνεύμα όταν σκηνώσει στην καθαρή καρδία, ελευθερώνοντάς την από την αυθάδεια του ορθολογισμού, την αρρώστεια του εγωκεντρισμού και της φιλαυτίας, από την αμέλεια της αμετανοησίας και από κάθε Πνεύμα ακηδίας και πολυπαθούς πνευματικής αποσυνθέσεως.
Η σωτηρία λοιπόν του ανθρώπου έγκειται στον αγιασμό του, διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιον Πνεύμα και το Χρίσμα, κατά το Άγιον Βάπτισμα, αποτελούν «την ζύμη με την οποία πρέπει να ζυμωθεί ολόκληρη η ψυχή και το σώμα μας για την άσκησι των αρετών».
Στη ζωή της Εκκλησίας και στη ζωή κάθε μέλους της, υπέρτατος πνευματικός νόμος, είναι η σωτηρία. Και αυτή επιτυγχάνεται, όταν ολοθύμως καταθέσουμε την αγαπητική προαίρεσί μας στον Αγαπητό μας Χριστό.
Ο δύσκολος και μακροχρόνιος και ακατάπαυστος αυτός αγώνας, επιδιώκεται με την προσωπική, εσωτερική και αιματηρή ενίοτε άσκησι· «Δος αίμα, ίνα λάβης πνεύμα»· για να επιτύχουμε να φθάσουμε, όπως οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν, στα τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως, που είναι η κάθαρσι της καρδιάς, ο φωτισμός του νου και η θέωσι.
«Έτσι, η πνευματική ζωή, διαμορφώνεται σε ένα αδιάλειπτο, ισόβιο πνευματικό πόλεμο, κυρίως, εναντίον του πρώτου εχθρού μας, του ιδίου του χοϊκού εαυτού μας.
Είναι, όπως προαναφέραμε, ένας διαρκής αγώνας κατά της φιλαυτίας και του εγωκεντρισμού· της αυτοεκτιμήσεως και του ορθολογισμού· της ταραχής των λογισμών και της τυραννίας από τον κατακλυσμό των φιλεπιστρόφων ατάκτων παθών· εναντίον κάθε κακίας, πονηρής ακηδίας και μοχθηρής διαγωγής, υποκρισίας, σκληροκαρδίας και ωμότητος· κατά της πολύμορφης αμαρτίας και των ποικίλων μηχανημάτων του Πονηρού· κατά των πολυμόρφων εισηγήσεων εκ δεξιών και εξ αριστερών του «Όφεως».
Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, διά της Κατανυκτικής αυτής Προσευχής, κατονομάζει από ποίες κακίες και αμαρτίες υποχρεούμεθα να περιφρουρήσουμε την καρδία μας και με ποίες αρετές να κοσμήσουμε την ψυχή μας, με την Χάρι βεβαίως και την ιδιαίτερη βοήθεια της Θείας Δυνάμεως· βιώνοντας δε, τον αγώνα αυτό για πνευματική ζωή, όχι σαν υποχρέωσι, αλλά σαν φυσική ζωή και σαν ανάγκη του «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένου ανθρώπου, που έχει κύριο και πρωταρχικό σκοπό του να αποδεσμεύσει και να απελευθερώσει την ψυχή του από «συνειδήσεων πονηρών»· να επανακτήσει την απωλεσθείσα της ψυχής του ωραιότητα, ούτως ώστε να κερδίσει την αρμονική συνάντησι με την υπεράπειρη και ανέκφραστη και αιώνια Πηγή της Ζωής για να βιώνει τη «Θεοζωή» και να προγεύεται τον Παράδεισο.
Γι’ αυτό, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, προσπίπτει συντετριμμένος με ταπείνωσι και δέεται προς τον Κύριο, τον Οποίον αποκαλεί, «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του» ικετεύοντας, να ελευθερωθεί όχι απλώς από κακίες και να του δοθούν οι αρετές, αλλά να ελευθερωθεί από το «Πνεύμα» των κακιών και των παθών, και να Του δοθεί το «Πνεύμα» των αρετών.
Από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, γνωρίζουμε, ότι τον άνθρωπο αντιμάχονται να τον κατακτήσουν αφ’ ενός μεν, οι Άγγελοι, ως Πνεύματα καθαρά και φωτοφόρα, αφ’ ετέρου δε, οι Δαίμονες, ως Πνεύματα σκοτεινά και ακάθαρτα.
Οι μεν Άγγελοι, μεταγγίζουν πνευματική δύναμι στον άνθρωπο, τον ενισχύουν και του εμπνέουν αγαθές και σωτήριες σκέψεις, λογισμούς και πνευματικά αισθήματα, τον καθοδηγούν στην αλήθεια, το καλό και την αρετή.
Οι Δαίμονες όμως, προσπαθούν κινούμενοι από φθόνο και μίσος, να αποπλανήσουν τον Χριστιανό από την αλήθεια και να τον κρατήσουν αιχμάλωτο στα πάθη και στην αμαρτία· να τον καταστήσουν πραγματικά ανίσχυρο και αδύναμο να επιστρέψει στο Θεό.
Έτσι, εάν κυριαρχήσει στον άνθρωπο η αρετή, τότε αποτυπώνεται στην ψυχή του, το φωτεινό και ισχυρό «Πνεύμα», γίνεται πνευματικός άνθρωπος, συγγενής του Θείου Πνεύματος και ερμηνεύει τα πάντα με μέτρον το «Πνεύμα». Ζει σε ένα κόσμο αυτογνωσίας και επιγνώσεως, ελευθερίας και διακονίας, μεταμορφώσεως και αγιασμού, συνεργείας μετά των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος.
Εάν όμως, παραμελήσει ο άνθρωπος τον πνευματικό αγώνα, το Άγιον Πνεύμα υποχωρεί και τότε θα κυριαρχήσει η κακία, το πάθος, η αμαρτία, τότε, αποτυπώνεται στην ψυχή του ανθρώπου, το σκοτεινό και φοβερό «Πνεύμα».
Γιατί, πώς είναι δυνατόν, σε μία καρδία να κατοικεί το Άγιο Πνεύμα μαζί με το ακάθαρτο Πνεύμα;
Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται ή θεός κατά χάριν, βιώνει την «Θεοζωή» και αποκτά τον Παράδεισο στην ψυχή του, ή διαβολοποιείται και δημιουργεί θεληματικώς την Κόλασι για τον εαυτό του.
Καθημερινά ο Πολυτεχνίτης Εχθρός και Αντίδικος της ψυχής μας Διάβολος παγιδεύει και αλυσοδένει τον άνθρωπο και τον υποδουλώνει με την διάθεσί του στα πάθη. Είναι δε, φοβερή και πολύ κακή η συνήθεια των παθών.
Η κατάστασι, λοιπόν, της ψυχής μας, εξαρτάται από ποίο κυρίαρχο «Πνεύμα» επηρεάζεται και ποίο «Πνεύμα» αποτυπώνεται σε αυτήν κάθε φορά. Ποία είναι ακόμη, η φύσι του «Πνεύματος» και το μέτρον αυτού για τον ορθό προσανατολισμό μας στην εκτίμησι προσώπων και πραγμάτων, καταστάσεων και φαινομένων, σε αυτόν τον αινιγματώδη, της πνευματικής υπνηλίας κόσμο, όπου ζούμε.
Και εδώ, πρέπει να διευκρινήσουμε, πως ο αγώνας εναντίον του «Πνεύματος» ενός πάθους, είναι δυσκολώτερος από τον αγώνα κατ’ αυτού του ιδίου του πάθους. Το πάθος, είναι δυνατόν, κάποτε να νικηθεί· αλλά, το «Πνεύμα» του πάθους, δεν μας εγκαταλείπει εύκολα.
Ας αναφέρουμε το εξής παράδειγμα. Εάν κάποιος ασκηθεί με επιμέλεια στον αγώνα της νηστείας και της εγκρατείας, κατά το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής, θα παραμείνει μέσα του το «Πνεύμα» της νηστείας και εγκρατείας, και μετά την περίοδο αυτή.
Εάν πάλι, κάποιος, πριν από την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είχε παρασυρθεί στην ακράτεια, στις σαρκικές απολαύσεις, τότε θα κυριαρχήσει μέσα του το «Πνεύμα» το φιλήδονο και σαρκικό και κατά την διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής.
Γι’ αυτό, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, «ο Άνθρωπος κατά σώμα και ο Άγγελος κατά το Πνεύμα», προσεύχεται και δέεται προς τον Κύριο και Δεσπότη της ζωής Του και επικαλείται την Δύναμι Εκείνου, αφού «εις τον άνθρωπον ανήκει το να αγωνίζεται, εις δε τον Χριστόν το να δίδη τας δυνάμεις (ενεργείας)».
Ας προσευχηθούμε και ας δεηθούμε και εμείς μαζί Του και ας παρακαλέσουμε τον Κύριο των Δυνάμεων με μια ταπεινή προσευχητική άσκησι μετανοίας ψυχής και σώματος, με γονυκλισία σε κάθε αίτησι της κατανυκτικής ευχής και ας ζητήσουμε ολοκαρδίως, «αδειάζοντας τον εαυτό μας από τον εαυτό μας», την «εν Χριστώ μεταμόρφωσι, ανακαίνησι και ωραιοποίησι της ψυχής μας», «Άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν!».
|
Από το βιβλίο «Πνεύμα και Πνεύμα»
της Καθηγουμένης
Αικατερίνης Μοναχής
|
ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΘΗ
|
Τα σωματικά πάθη
Τα σωματικά πάθη είναι τα εξής: γαστριμαργία, λαιμαργία, περιττή τρυφή (απόλαυση), μέθη, λαθροφαγία (κεκρυμμένη γαστριμαργία), ποικίλη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομειξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και πάντα τα παρά φύση αισχρά πάθη· ακόμη, κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η περιττή σωματική άνεση και απόλαυση που οδηγεί στην υποδούλωση των εμπαθών θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν το σώμα έχει ευρωστία· ακόμη, μαντείες, μαγείες, οιωνισμοί, κληδονισμοί, η επιθυμία για τα κοσμικά πράγματα, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, στολίδια για το πρόσωπο, η αξιοκατάκριτη τεμπελιά, διάφορες φαντασιώσεις, τα τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής υπέρμετρη απόλαυση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή (φιλοτομαρισμός) που εγκλωβίζει το νου στην ύλη και τον κάνει γήϊνο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να ανυψωθεί προς το Θεό και την εργασία των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες, όπως θα μπορούσε να τις ονομάσει κανείς, είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία, απ’ τις οποίες και προέρχεται κάθε κακό. Δεν πέφτει ο άνθρωπος σε καμιά αμαρτία, αν (προηγουμένως) οι κραταιοί γίγαντες των παθών, όπως τους αναφέρει ο σοφώτατος ασκητής Μάρκος, δεν τον νικήσουν και δεν τον κατακυριεύσουν· δηλαδή η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές τις γεννά η ηδονή, η άνεση της ζωής (καλοπέραση), η ανθρωπαρέσκεια και ο περισπασμός των βιοτικών πραγμάτων. Πρωταίτια όλων αυτών και γεννήτρια είναι, όπως ελέχθη, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη προς το σώμα και η εμπαθής προσκόλληση σ’ αυτό. Η διάχυση και η έκλυση του νου (στροφή και ασχολία) με αστειότητες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πτώσεις, καθώς και η αθυροστομία και το γέλιο.
Τα ψυχικά πάθη
Ψυχικά πάθη είναι κυρίως η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια (της ψυχής για το Θεό και τα πνευματικά), απ’ τα οποία σκοτίζεται ο οφθαλμός της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα υπόλοιπα πάθη, τα οποία είναι τα εξής: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή κάθε αιρετική διδασκαλία, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη η μή κατά Θεόν, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλεια, φθόνος, κενοδοξία (ματαιοδοξία), υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, προσκόλληση σε εμπαθή πράγματα, εξάρτηση από κοσμικά πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, έπαρση, οίηση, σοβαροφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνία, διψυχία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και η συνεχής μελέτη αυτών· ακόμη, η προσβολή και η πλάνη των λογισμών, η φιλαυτία, που γεννάει τα πάθη, καθώς και η φιλαργυρία (Α΄ Τιμ. ς΄ 10), με την οποία ριζώνουν στην ψυχή τα πάθη, η κακοήθεια και η πονηρία.
|
Εκ της Μικρής Φιλοκαλίας
|
EΠΛΗΡΩΣΕ ΠΑΣΑΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ
« Σύ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».
|
Με την συμπλήρωσιν 40 ημερών, από της Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού εις την Βηθλεέμ, το θείον Βρέφος οδηγείται εις τον Ναόν του Θεού. Η Παναγία μητέρα Του και ο Ιωσήφ επήραν το νήπιον – τον νηπιάσαντα Κύριον – και ήλθον εις τον Ναόν των Ιεροσολύμων, διά να επιτελέσουν τα καθοριζόμενα από τον Μωσαϊκόν νόμον, προς «αγιασμόν», διά την μητέρα και αφιερωτικήν θυσίαν προς τον Θεόν διά το νεογέννητον.
Αυτός ο Οποίος έδωκεν άλλοτε εις το Σινά τον Νόμον εις τον Μωϋσήν, έρχεται τώρα να εκπληρώση ο Ίδιος τας διατάξεις του Νόμου και να πειθαρχήση ταπεινώς εις τα διατεταγμένα. Όπως ο Ίδιος έλεγεν αργότερα εις τον Πρόδρομον· «ούτω πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. γ΄ 15).
Θα πρέπει δε να εξηγήσωμεν ότι έχει άμεσον σχέσιν προς ταύτα ο αποστολικός λόγος που ηκούσαμεν σήμερα· «Σύ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».
1. Ο Μελχισεδέκ ήτο βασιλεύς της πόλεως Σαλήμ (δηλ. της Ιερουσαλήμ)· ήτο δε επίσης και «ιερεύς του Θεού του υψίστου». Το όνομά του Μελχι – σεδέκ σημαίνει κατά κυριολεξίαν «βασιλεύς δικαιοσύνης» (Μελχι = βασιλεύς· σεδέκ = δικαιοσύνη).
Κατά την «Υπαπαντήν» Του εις τον Ναόν του Θεού ο Κύριος, του Οποίου ζώσαν προτύπωσιν απετέλεσεν ο Μελχισεδέκ εις την Π. Διαθήκην, γίνεται τέλειον υπόδειγμα εκπληρώσεως «πάσης δικαιοσύνης», τ.ε. απολύτου τηρήσεως των θείων εντολών και διατάξεων του νόμου, όστις «διά Μωϋσέως εδόθη» εις τους ανθρώπους (Ιω. α΄ 17).
Υποβάλλεται εις την διαδικασίαν του Νόμου του Θεού, ως τέλειος άνθρωπος όμοιος με ημάς «χωρίς αμαρτίας». Είχε δεχθή ήδη την περιτομήν, κατά την ογδόην ημέραν από της Γεννήσεώς Του. Δεν παραλείπει τώρα την θυσίαν «ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών» (Λευϊτ. ιβ΄ 8). Και θα έλθη αργότερα εις τον Ιορδάνην, να ζητήση από τον Πρόδρομον να Τον βαπτίση τον Αναμάρτητον και να «χειροθετήση ο δούλος τον Δεσπότην», θα απαντήση ρητώς· «άφες άρτι», προχωρεί δηλ. ανεπιφυλάκτως εις την βάπτισιν· «ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην».
Πόσα μας διδάσκει αυτή η μέχρι κεραίας εκπλήρωσις υπό του Κυτίου των υπό του Θεού διατεταγμένων και εις τας θείας Γραφάς προβλεπομένων! Ολόκληρος η επί γης ζωή Του και το έργον Του εξελίσσεται «κατά τας Γραφάς». Γεννάται ως άνθρωπος, όπως ο Πατήρ ηυδόκησεν. «Ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν... πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α΄ 14). Θα έλθη προς το εκούσιον Πάθος, και εν μέσω των κακώσεων και των πόνων Του θα σκέπτεται· «πως υον πληρωθώσιν αι γραφαί ότι ούτω δει γενέσθαι;» (Ματθ. κς΄ 54). Κρεμάμενος δε και αποθνήσκων επί του Σταυρού και «ειδώς ότι πάντα ήδη τετέλεσται», δεν θα παραλείψη «ίνα τελειωθή η γραφή» να ειπή και τον τελευταίον Λόγον· «διψώ». Και μετά την τελείωσιν της Γραφής «είπε τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιω. ιθ΄ 29,31).
Εν όψει και εν γνώσει (παρά Θεού) όλων αυτών των αναμενομένων γεγονότων, γίνεται αποκαλυπτικός ο δίκαιος Συμεών προς την Παναγίαν, κατά την Υπαπαντήν του Κυρίου, με τον προφητικόν λόγον του προς Αυτήν, ότι θα διαπεράση την καρδίαν Της η «ρομφαία» του σταυρικού Πάθους του Υιού Της.
Εις ημάς δε η Υπαπαντή του Χριστού αποκαλύπτει αντίστοιχον μήνυμα: «πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Να «πορευόμεθα εν πάσαις ταις εντολαίς και τοις δικαιώμασι Κυρίου άμεμπτοι». Χωρίς αβαρίας· χωρίς εξαιρέσεις και αθετήσεις εις «πάντα τα διατεταγμένα» παρά Κυρίου του Σωτήρος ημών Χριστού και των αγίων Του (πρβλ. Λουκ. α΄ 6).
2. Διά την βασιλείαν του Χριστού, ως βασιλέως δικαιοσύνης, «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», είπεν ο ιερός ψαλμωδός και επανέλαβεν ο θείος Λόγος του Αποστόλου· «ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν» (Ψαλμ. μδ΄ 8, Εβρ. α΄ 9). Διακηρύσσεται δηλ. ως βασική αρχή της βασιλείας του Χριστού «η δικαιοσύνη». Και άρα επιβάλλεται να τηρούν «πάσαν δικαιοσύνην» και να αποφεύγουν γενικώς την «ανομίαν» όσοι θέλουν να ανήκουν εις το βασίλειον του Χριστού.
Όταν η έννοια της δικαιοσύνης αντιτάσσεται εις την ανομίαν, είναι σαφές το ευρύτερον νόημά της. Δεν πρόκειται απλώς περί αποφυγής πάσης αδικίας. Αυτό ασφαλώς προϋποτίθεται. Αλλά δεν θεωρείται αρκετόν. Δεν αρκεί δηλ. να μη είναι κανείς άδικος εις τας πράξεις του και τας ενεργείας του. Αλλά πρέπει να υψωθεί εις ανώτερον ηθικόν επίπεδον, ώστε να είναι κατά πάντα άμεμπτος. Και δη ενώπιον του Θεού - και των ανθρώπων βεβαίως.
Μέτρον και κριτήριον του αμέμπτου και αψόγου βίου είναι ο νόμος του Θεού. Ο Χριστιανός, επομένως, οφείλει να ζη και να ενεργή πάντοτε κατά τοιούτον τρόπον, ώστε εξεταζόμενος «κατά δικαιοσύνην την εν νόμω» του Θεού διαγραφομένην, να αποδεικνύεται συνεπής και πιστός τηρητής του θελήματος του Θεού, «γενόμενος άμεμπτος» καθ΄ όλα (Φιλιπ. γ΄ 6), και όχι παραβάτης του θείου νόμου εις τα ζητήματα της ζωής του (ατομικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, κοινωνικά· εις τας προς τον Θεόν και τον πλησίον σχέσεις του. Πόσοι άρα γε εξ ημών θα ευρεθώμων, υπ’ αυτήν την έννοιαν, πληρούντες «πασαν δικαιοσύνην»;...
3. Υπ’ αυτήν εν τούτοις την προϋπόθεσιν ο Χριστός ως «βασιλεύς δικαιοσύνης» (και υπέρτατος «Μελχι – σεδέκ») επιφυλάσσει την παρ’ Αυτού δικαιοσύνην (δικαίωσιν) «ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τίτ γ΄ 7).
Η δική μας «δικαιοσύνη» (αρετή, αγιότης, είναι πάντοτε ατελής. Διά τούτο είναι απαραίτητος η εκ μέρους μας «υπαπαντή» (υποδοχή και αποδοχή) του Σωτήρος Χριστού. Μόνον εάν τον ενθρονίσωμεν εις την καρδίαν μας και εις την ζωήν μας ως Κύριόν μας και ως Θεόν μας», και Του προσφέρωμεν την διάθεσιν και τον ζήλον μας «προς την αμαρτίαν ανταγωνιζόμενοι» και ζώντες εν μετανοία, θα μας αξιώση «τη Εκείνου χάριτι» να γίνωμεν μέτοχοι και κληρονόμοι της αιωνίου βασιλείας Του.
|
Μητροπολίτου Πατρών
Νικοδήμου Βαλληνδρά
|
ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
|
Μη θέλεις να ζεις άπρεπα και να έχεις κακή φήμη, ούτε να υπακούς στην αμαρτία, για να μη σε κάνει άνθρωπο σιχαμερό· απεναντίας να υπακούς στη δικαιοσύνη, για να σε κάνει έναν απ’ αυτούς που θα δοξαστούν. Μη θέλεις να είσαι σκάνδαλο για τις ψυχές, αλλά να προσέχεις τον εαυτόν σου, για να ωφελήσεις και άλλους. Ναι, εκλεκτέ του Θεού, πρόσεχε τον εαυτό σου για να οικοδομήσεις και άλλους. Μη θέλεις να είσαι κακός, για να μην πονέσεις στα γηρατειά σου. Δεν ακούς τι λέει η Γραφή, ότι «μωλωπίσματα στο πρόσωπο και σπασίματα οστών βρίσκουν τους κακούς στη ζωή τους», και δε θα πάρουν μισθό για τους πόνους τους; Εσύ όμως να υπομένεις με γενναιότητα τους κόπους των αρετών για να ευαρεστήσεις τον Κύριο, ώστε να πάρεις το στεφάνι. Ο Κύριος σε έχει καλέσει στους γάμους· μη γίνεις αχάριστος, αλλά φόρεσε ένδυμα γάμου, για να χαρείς στο νυμφώνα του και να μην ακούσεις, επειδή έδειξες καταφρόνηση· «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα, χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου;». Και τότε θα δεθείς χέρια και πόδια και θα ριχθείς στο σκότος το εξώτερο, όπου θα υπάρχει ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών. Ακούοντας μάλιστα «ένδυμα γάμου», αγαπητέ, μη νομίζεις ότι γίνεται λόγος για ενδύματα, αλλά για καλές πράξεις.
Και συ λοιπόν, αγαπητέ, αξιώθηκες να προσκληθείς στην τάξη των μοναχών· φρόντισε να παρουσιάσεις στους ανθρώπους την αρετή της εργασίας σου, για να μην καταντήσεις αξιοκαταφρόνητος. Μην είσαι λοιπόν σκληρός, μην είσαι φιλήδονος, μην είσαι θυμώδης, μην είσαι οργίλος, μην είσαι φιλόνεικος, μην εί¬σαι ακρατής, μην είσαι αδιάντροπος, αλλά απεναντίας, να είσαι πράος, ευσεβής, ταπεινός, συγκρατημένος, συνετός, ήσυχος, ειρηνικός, φρόνιμος, άνθρωπος που προ¬σέχει την αγνότητα του σώματός του, όπως συμφώνησες και υποσχέθηκες στον Χριστό· ώστε, αν μας πει εκείνη τη μέρα της κρίσεως· «Γιατί δεν επισκεφθή¬κατε τις χήρες και τα ορφανά στη θλίψη τους;», να μπορέσουμε να απολογηθούμε σ’αυτόν λέγοντας· «Κύριε, για να σε υπηρετήσουμε, ως δούλοι σου, χωρίς περισπασμούς, μέσα στην ησυχία της μοναχικής ζωής». Κι αν μας πει· «Γιατί δεν φυλάξατε τους εαυτούς σας καθαρούς από τον κόσμο;». Τί θα απαντήσουμε σ’ αυτόν, αν ακριβώς σ’αυτό το θέμα μολυνθούμε; Δεν είναι άλλωστε αρετή αυτό· να αποφεύγουν δηλαδή κάποιοι τις ακάθαρτες πράξεις, αλλά να παρουσιάζουν συμπεριφορά που παρακινεί τον άλλο στα πάθη. Διότι είναι γραμμένο· « Να αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, και τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου».
Απόφευγε τα ανώφελα λόγια, για να μην πέσεις σε αισχρούς λογισμούς. Διότι όπως τα καλά λόγια ωφελούν την ψυχή, έτσι τα λόγια που δεν είναι καλά την διαφθείρουν, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο· διότι λέει ο Απόστολος· «Διαφθείρουν οι κακές συναναστροφές τους καλούς χαρακτήρες». Γι’ αυτό πάλι λέει· «Κανένας κακός λόγος να μη βγαίνει από το στόμα σας, αλλά μόνο καλός λόγος, για να οικοδομήσει εκεί που υπάρχει ανάγκη και να ωφελήσει εκείνους που τον ακούν. Και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιο του Θεού με το οποίο σφραγισθήκατε για την ημέρα της απολυτρώσεως».
Μην ονομασθείς ανυπάκουος, σκληρός, καυχησιάρης, συκοφάντης, δόλιος, κατάλαλος, άσπλαγχνος, μισάδελφος, μισάρετος· αλλά απεναντίας να ονο¬μασθείς υπάκουος, ειλικρινής, συνετός, άνθρωπος της σιωπής, εργατικός, εύσπλαχνος, προσεκτικός, φιλάδελφος, φιλόξενος, φιλάρετος, παρηγορητικός, ευσεβής· αυτά είναι καλά και ωφέλιμα για τους ανθρώπους. Ας μην υπερηφανευθούμε λοιπόν, αλλά απεναντίας ας ταπεινώσουμε τον εαυτό μας. Ποιά είναι η δύναμή μας, ώστε να υπερηφανευθούμε; Δε βλέπουμε ότι ένας μικρός πόνος μας κάνει την ταπείνωση, για να μας υψώσει ο Κύριος. Πρόσεχε λοιπόν τον εαυτό σου να μην κατακυριευθείς από την οξυθυμία, από την οργή, από τη μνησικακία, για να μη ζήσεις ζωή ταραγμένη και ανήσυχη· απεναντίας να κάνεις κτήμα σου τη μακροθυμία, την πραότητα, την ακακία και όσα πρέπουν στους Χριστιανούς, για να ζήσεις ήρεμη και ήσυχη ζωή. Είναι ψηλά τα βουνά Αραράτ. ενώ οι πεδιάδες της ερήμου είναι πλατειές· κυριαρχεί το ψύχος στη χώρα του βορρά, ενώ ο καύσωνας του ήλιου στο νότο· το μεγαλύτερο ανάμεσα στα πουλιά του ουρανού είναι ο αετός, και το μεγαλύτερο ανάμεσα στα θηρία της γης είναι το λιοντάρι, αλλά ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους υιούς των ανθρώπων είναι ο φοβούμενος τον Κύριο.
Μέγας είναι ο Κύριος ο Θεός μας και άξιος να υμνείται πάρα πολύ, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα και υψώνει αυτούς που τον φοβούνται. Σ’ αυτόν αρμόζει η δόξα, στους αιώνες. Αμήν.
|
Οσίου Εφραίμ του Σύρου Εργα Τόμος Β΄
|
Ο
ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ!
|
Η Πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που πρo ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.
Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ΄ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά στα υλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει, αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για την βελτίωση του κόσμου.
Η Τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγμα¬τικό¬τητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευθούν στον ουρανό. Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν».
Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσουμε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόσκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!
|
ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΑΓΟΙ
ΕΦΘΑΣΑΝ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
|
Όταν οδοιπόρος βρει κάποιον καλό συνοδοιπόρο, χαίρεται τόν κόπο της μακρινής οδοιπορίας, επειδή ξεγελιέται από τη συντροφιά· στηριζό-μενος δηλαδή στο λόγο, που δεν κουράζει τη γλώσσα, σαν σε ραβδί, φαίνεται να συνοδοιπορεί με σκονισμένα τα πόδια και ακούραστο το στόμα· μοιράζοντας τον κόπο στά γόνατα, ελαφρύνει με τα χείλη το ασταμάτητο βήμα.
Έτσι λοιπόν και οι μάγοι, όταν γεννήθηκε ο Χριστός, καθώς είδαν το άστρο, και το έλαβαν αυτό συνοδοιπόρο, ξεγελούσαν με την ερώτηση, όταν κουράζονταν, το κουραστικό περπάτημα της οδοιπορίας, ζητώντας να μάθουν που είναι ο βασιλιάς· ανέκριναν δηλαδή με το λόγο τους Εβραίους σαν κλέφτες αυτού που γεννήθηκε.
Σ΄ αυτούς λοιπόν που ρωτούσαν, εύλογα λένε οι Ιουδαίοι· «Τί λοιπόν τολμάτε, ξένοι, τί λέτε, άνθρωποι; Γιατί έχετε έρθει, φέρνοντας επικίνδυνη είδηση; Γιατί διακηρύσσετε τον καινούργιο βασιλιά στην πόλη που έχει βασιλιά; Γιατί διακινδυνεύετε τον εαυτό σας σε πρόωρο τέλος; Γιατί μπήγετε στους τραχήλους σας τη γλώσσα σαν μάχαιρα; Γιατί προξενείτε τον τάφο σας με το στόμα, και τον θάνατο που κοιμάται τον ξυπνάτε εναντίον σας; Δεν είχε μνήματα η Περσία, ώστε, ενώ ακόμη ζει ο Ηρώδης, να ρωτάτε για άλλο βασιλιά; Όταν το ακούσει, θα ομολογήσει σ΄ εσάς πολλή ευγνωμοσύνη και θα σας ανταμείψει με μεγάλα δώρα».
Αλλά η απάντηση σ΄ αυτά από τους μάγους ήταν σύντομη· «Είδαμε, λένε, το άστρο του στην ανατολή και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε». Δεν αρκέστηκαν να ρωτήσουν μόνο, αλλά και να πουν για προσκύνηση· φανερώνοντας μ΄ αυτή τη φράση ότι αυτός που γεννήθηκε είναι Θεός.
Μόλις λοιπόν έφθασε η είδηδή τους στον Ηρώδη, αφήνοντας αυτός στο μεταξύ τους μάγους, κάλεσε τους σοφούς των Ιουδαίων, λέγοντας· «Πού θα γεννηθεί ο Χριστός;». Και αυτοί απάντησαν, «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας».
΄Ω το θαύμα! Γνωρίζουν τον τόπο, και αποστρέφονται τον τεχθέντα· τη Βηθλεέμ επαινούν, και την οικονομία κρύβουν· την Ιουδαία σημειώνουν, και τη δεσποτεία αρνούνται. Αν έτσι λέει η Γραφή, γιατί δε συγκατατίθεστε; Άν αναγνώσατε, γιατί δεν πιστεύετε; Άν θα γεννηθεί στη Βηθλέεμ, γιατί δε θα προσκυνηθεί από σάς;
Επειδή λοιπόν κατάλαβε ο Ηρώδης ότι δεν ήρθαν χωρίς λόγο οι μάγοι να ρωτήσουν, αφού τους κάλεσε κρυφά, ρωτούσε να μάθει απ΄ αυτούς το χρόνο που φάνηκε το άστρο, λέγοντας· «Διηγηθείτε με ακρίβεια τον τρόπο που ήρθατε και πέστε το σκοπό της οδοιπορίας σας. Μή μας παρακάμψετε. Εμπιστευθείτε σ΄ εμένα την αιτία της παρουσίας σας και πέστε ποιός είναι αυτός που σας έπεισε να προσκυνήσετε έναν αλλοεθνή. Και ποιό είναι το ανάλογο κέρδος για τον τόσο μεγάλο κόπο; Άν όμως αυτός που σας κάλεσε δεν είναι άνθρωπος, αλλά αστερόμορφος Άγγελος, διηγηθείτε μου με ακρίβεια το γεγονός της ανατολής του· να μάθω το χρόνο και τον καιρό, κατά τον οποίο έχουν μάθει και τα άστρα να υπηρετούν το βρέφος που τα αποστέλλει, ώστε να έρθω και εγώ και να τον προσκυνήσω».
Αφού λοιπόν είπαν το χρόνο του πρωτοφανούς άστρου, έφυγαν, παίρνοντας εντολή από τον Θεό να μην επιστρέψουν στον Ηρώδη. Σ΄ αυτούς παρουσιάσθηκε πάλι το συνοδοιπόρο άστρο, και αφού ήρθε εκεί που βρίσκονταν το παιδί, έμεινε ακίνητο, σαν να διακήρυσσε με την τέτοια στάση του σ΄ αυτούς· «Αυτός, λέει, είναι ο βασιλιάς, που εγώ σαν σημαία του προχωρούσα μπροστά σας· αυτός με έστειλε σ΄ εσάς, αφού άναψε σ΄εμένα τη δάδα του οδηγού».
Ποιός λοιπόν ερευνώντας θα βρεί μια τέτοια γέννηση; Ποιός λόγος θα κατανοήσει τον τρόπο του μυστηρίου; Κανείς να μην προσπαθήσει να φθάσει τον ακατάληπτο με ανθρώπινες σκέψεις· διότι εδώ λοιπόν δε χρειάζονται αναλογίες, αλλά μόνο πίστη.
Σταμάτα να ερευνάς, άνθρωπε, και διδάξου να προσκυνάς μαζί με τους μάγους. Μπόρεσε πρώτα να αντικρύσεις κατευθείαν τις ακτίνες του ήλιου και τότε θα ατενίσεις ακίνδυνα την παρθενική γέννα. Η θεότητα είναι φωτιά που κατακαίει· αν θελήσεις να ψηλαφίσεις τη φλόγα, θα κατακάψεις τα χέρια σου χωρίς να βρεις τίποτε.
Ποιός δηλαδή, όταν γεννήθηκε, συντάραξε τον ουρανό με την υμνωδία των Αγγέλων; Ποιός ανέτειλε άστρο και ανέδειξε θεολόγους τους αστρολόγους μόνο; Ποιός ονομάσθηκε από τους Αγγέλους Κύριος, αν και ήταν στην κοιλιά της μάνας του; Ποιός ονομάσθηκε με το όνομα αυτό πριν ακόμη γεννηθεί; Ποιός, αν και ήταν στην κοιλιά της μάνας του προσκυ-νήθηκε ποτέ με σκίρτημα; Ποιός, αν και ήταν στην μήτρα, δέχθηκε το σεβασμό από αυτούς που ήταν στη μήτρα; Ποιός έλκυσε τους μάγους από την Περσία για να τον προσκυνήσουν;
Αλήθεια δηλαδή, είναι ωραίο να θαυμάσουμε την πίστη τους, διότι δε δίστασαν, αν και είδαν το σπήλαιο και τη μεγάλη φτώχεια· διότι έμαθαν με το φωτισμό του Πνεύματος ότι για μας έγινε φτωχός, αν και ήταν πλούσιος· ότι έχει στην παλάμη του όλο τον κόσμο, αν και γεννήθηκε στο σπήλαιο· ότι περιβάλλει τον ουρανό με νέφη, αν και περιβάλλεται με κουρέλια, όπως συνηθίζεται για τα νεογέννητα· ότι αναπαύεται στους κόλπους του Πατέρα, αν και ως άνθρωπος είναι ξαπλωμένος στη φάτνη· ότι βρίσκεται στο θρόνο του Πατέρα, αν και βαστάζεται στην αγκάλη της μητέρας.
Αλλά εμείς ας δοξάσουμε την ένσαρκη γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο και την προσκύνησή του από όλη την κτίση, προσφερθείσα με όλο το βίο, στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού· στον οποίο πρέπει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
|
Οσίου Εφραίμ του Σύρου ΄Εργα Τόμος Ζ΄
|
Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΗΣΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
|
Βλέποντας λοιπόν το σπήλαιο στο οποίον εγεννήθη ο Δεσπότης, φέρε στον νου σου τον σκοτεινόν και υπόγειον βίο των ανθρώπων, στον οποίον έρχεται αυτός που φανερώνεται στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενος» (Ησ. θ΄, 2). Και περιτυλίσσεται σφιγκτά με σπάργανα αυτός που έχει φορέσει τα δεσμά των ιδικών μας αμαρτιών. Η δε φάτνη είναι ο σταύλος των αλόγων ζώων· σ΄αυτήν γεννάται ο Λόγος, ώστε να «γνωρίση ο βους τον κτησάμενον (τον ιδιοκτήτην του) και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού» (Ησ. α΄ 3). Βους είναι αυτός που ευρίσκεται στον ζυγόν του Νόμου και όνος το αχθοφόρον ζώο που είναι φορτωμένο με την αμαρτία της ειδωλολατρίας.
Αλλά η κατάλληλος για τα άλογα τροφή και ζωή είναι το χόρτο· «ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι» (Ψαλμ. ργ΄, 14), λέγει ο Προφήτης. Ενώ το λογικόν ζώον τρέφεται με άρτον. Γι΄ αυτό λοιπόν «ο εξ ουρανού καταβάς άρτος της ζωής» (Ιωάν. στ΄ 50 – 51, 58) τοποθετείται στην φάτνη, που είναι η εστία των αλόγων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογικήν τρο-φή και να γίνουν έλλογα. Μεσιτεύει λοιπόν στην φάτνη μεταξύ του βοός και του όνου ο Κύριος και των δύο, «ίνα το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, τους δύο κτίση εν εαυτώ (στο πρόσωπό Του) εις ένα καινόν άνθρωπον» (Εφ. β΄ 14, 15), ελευθερώνοντας τον ένα από τον βαρύ ζυγό του Νόμου και απαλλάσσοντας τον άλλον από το φορτίον της ειδωλολατρίας. Αλλ΄ ας υ-ψώ¬σωμε το βλέμμα στα ουράνια θαύματα. Κοίταξε, δεν μας ευαγγε¬λίζο¬νται μόνο Προφήτες και άγγελοι αυτήν την χαράν, αλλά και οι ουρανοί ανα-κηρύττουν με τα ιδικά τους θαύματα την δόξαν του Ευαγγελίου. Από την φυλή του Ιούδα ανέτειλεν ο Χριστός μας, όπως λέγει ο Απόστολος, αλ¬λά οι Ιουδαίοι δεν φωτίζονται από την ανατολή του. Και οι μάγοι, ενώ εί¬ναι άσχετοι με τις διαθήκες της επαγγελίας και ξένοι από την ευλογία των πα-τέρων, προηγούνται όμως στην γνώσι από τον Ισραηλιτικόν λαό· και τον Ουράνιον αστέρα ανεγνώρισαν και τον Βασιλέα που εγεννήθη στο σπήλαιο δεν ηγνόησαν. Εκείνοι του φέρουν δώρα, αυτοί τον επιβουλεύονται. Εκείνοι τον προσκυνούν, αυτοί τον καταδιώκουν. Εκείνοι ευρίσκουν τον ζητούμε¬νον και χαίρονται, αυτοί με την γέννησι του προσδοκωμένου ταράττονται... Οι μάγοι του προσφέρουν λίβανον ως Θεόν και τιμούν το βασιλικόν αξίωμα με τον χρυσόν, και με κάποιαν προφητικήν χάρι δηλώνουν την οικονομία του Πάθους με την σμύρνα· ενώ οι άλλοι καταδικάζουν σε εξόντωσιν όλα τα νήπια της περιοχής, πράγμα που θεωρώ ότι τους ενοχοποιεί όχι μόνο για σκληρότητα, αλλά και για την εσχάτη ανοησία. Τί νόημα έχει δηλαδή η παιδοκτονία; Και για ποιον σκοπόν ετόλμησαν οι μιαιφόνοι αυτό το ανοσιούργημα; Επειδή, λέγει, ένα νέο θαυμαστόν φαινόμενο του ουρανού εμήνυσε στους Μάγους την ανάδειξι του Βασιλέως.
Τί λοιπόν; Πιστεύεις ότι το σημείο που τον ανήγγειλεν είναι αληθινόν ή το θεωρείς ως ανυπόστατον διάδοσι; Άν είναι ικανός να κάνη υποχειρίους τους ουρανούς, τότε βεβαίως δεν είναι στο χέρι σου να τον πειράξης. Άν όμως δίδη στην εξουσία σου την ζωή και τον θάνατό του, άρα ματαίως τον φοβείσαι. Διότι αυτός που φέρεται έτσι, ώστε να είναι υποχείριος στην εξουσία σου, για ποιόν λόγο κατατρέχεται; Γιατί εξαπολύεται το φρικτόν εκείνο πρόσταγμα, η αποτρόπαια απόφασις κατά των νηπίων, να εξοντωθούν τα καημένα τα βρέφη; Ποίαν αδικία έκαμαν; Ποίαν αφορμήν έδωσαν, ώστε να καταδικασθούν σε θάνατο ή σε άλλην τιμωρία; Ένα μόνον ήταν το έγκλημά τους, ότι εγεννήθησαν και ήλθαν στην ζωή. Και για τον λόγον αυτόν έπρεπε να γεμίση όλη η πόλις από δήμιους και να συναχθή πλήθος μητέρων και νηπίων, ο κόσμος να τους συμπαρίσταται, και οι πατέρες τους και όλοι, όπως είναι φυσικό, να συγκεντρώνονται στο δράμα των συγγενών τους. Ποιός μπορεί να περιγράψη με τον λόγο τις συμφορές; Ποιός θα παρουσιάση ενώπιόν μας με την διήγησι τα πάθη τους; Τον ανάμικτον εκείνον οδυρμό, την γοερά θρηνωδία παιδιών, μητέρων, συγγενών, πατέρων που εκραύγαζαν αξιολύπητα ενώπιον της απειλής των δημίων; Πώς να ζωγραφίση κανείς τον δήμιον εμπρός στο νήπιο με γυμνό το ξίφος, με βλέμμα αγριεμένο και φονικό και με τις ανάλογες φωνές, να σύρη με το ένα χέρι το βρέφος προς τον εαυτόν του και με το άλλο να υψώνη το ξίφος; Και από τό άλλο μέρος την μητέρα να προσπαθή να πάρη το παιδί από τα χέρια του και να εκτείνη στην κόχι του ξίφους τον ιδικόν της τράχηλο, για να μην αντικρύση με τα μάτια της το κακόμοιρο παιδί της, βρέφος ακόμη να χάνη την ζωή του στα χέρια του δημίου;
Πώς πάλι θα ημπορούσε κάποιος να διηγηθή το δράμα των πατέρων; Τις παρακλήσεις των τέκνων τους, τις κραυγές, τα τελευταία σφιχταγκα¬λιά-σματά τους και πολλά παρόμοια που συνέβαιναν εκείνες τις στιγμές; Ποιός ημπορεί να διεκτραγωδήση την πολύμορφο και πολύτροπον εκείνη συμφορά, τις διπλές ωδίνες των μητέρων που μόλις προσφάτως εγέννησαν, την ανυπόφορον φλόγα της μητρικής στοργής; Πώς το καημένο το βρέφος εδέχετο το θανάσιμον κτύπημα, ενώ ήταν προσκολλημένο στον μαστό της μητέρας του; Πώς η αθλία μητέρα προσέφερε το γάλα στο στόμα του νηπίου και συγχρόνως εδέχετο το αίμα του στην αγκάλη της; Πολλές φορές μάλιστα με την ορμή που είχε το χέρι του δημίου, διεπέρασε με ένα κτύπημα του ξίφους μαζί με το παιδί και την μητέρα, και το αίμα έκανε κοινό αυλάκι που εσχηματίσθη από δύο πηγές· από την μητρικήν πληγή και το θανάσιμο τραύμα του τέκνου της. Και επειδή η ανόσιος διαταγή του Ηρώδου περιελάμβανε και τούτο, να μην εφαρμοσθή η θανατηφόρος απόφασις μόνο στα νεογέννητα, αλλά και αν κάποιο είχε φθάσει στο δεύτερον έτος να φονευθή και αυτό μαζί – διότι γράφει «από διετούς και κατωτέρω» - θέλει ο λόγος να εκφράση και άλλην ακόμη συμφορά που όπως ήταν φυσικό συνέβη. Διότι πολλές φορές το διάστημα των δύο ετών έκαμε την ίδια γυναίκα δύο φορές μητέρα. Τί απερίγραπτο πάλι αυτό το θέαμα δύο δήμιοι να ασχολούνται με μίαν μητέρα· ο ένας να τραβά κοντά του το νήπιο που τρέχει γύρω της και ο άλλος να αποσπά το βρέφος από την αγκάλη της; Πόσο θα υπέφερε τότε όπως είναι φυσικόν η αθλία μητέρα, την στιγμή που εσχίζετο η καρδία της στα δύο τέκνα της, και έκαιε ο πόνος των δύο τα μητρικά της σπλάγχνα; Δεν ήξερε ποιον από τους δύο κακούς δημίους να ακολουθήση, αφού έσυραν τα παιδιά ο ένας από εδώ και ο άλλος από εκεί για να τα σφάξουν να τρέξη στο νεογέννητο, που το κλάμα του ήταν ακόμη άναρθρο και δεν ημπορούσε να εκφρασθή; Ακούει όμως το άλλο που έχει αρχίσει ήδη να ομιλή, να προσκαλή ψελλίζοντας και κλαίοντας την μητέρα του. Τί να κάνη; Πως να ανταποκριθή; σε ποίου φωνή να απαντήση; Με ποίου την κραυγή να ενώση την ιδική της; Για ποίου τον θάνατο να θρηνήση, αφού εξ ίσου της σχίζουν και τα δύο βέλη την καρδία;
Άς απομακρύνωμε όμως την ακοήν από τους θρήνους για τα νήππια και ας στρέψωμε τον νου μας στα ευθυμότερα, σ΄ αυτά που αρμόζουν στην εορτήν, αν και η Ραχήλ με τις δυνατές φωνές της, όπως λέγει ο Προφήτης, οδύρεται για την σφαγή των τέκνων της. Κατά την ημέρα όμως της εορτής, όπως λέγει ο σοφός Σολομών, πρέπει να λησμονούνται οι συμφορές. Και ποία εορτή άραγε έχουμε επισημοτέρα από αυτήν, κατά την οποίαν ο ήλιος της δικαιοσύνης διέλυσε τα πονηρά σκότη του διαβόλου και αναλαμβά-νοντας την ιδικήν μας φύσι φωτίζει με αυτήν την κτίσι, κατά την οποία αυτό που είχε πέσει, ανεστήθη, και έτσι αυτό που ευρίσκεται σε πόλεμο συμφιλιώνεται, το αποκηρυγμένον επαναφέρεται, αυτό που είχε εκπέσει από την ζωήν επανέρχεται στην ζωήν, αυτό που είχε υποδουλωθή και ευρίσκετο σε αιχμαλωσίαν αποκαθίστεται στο βασιλικόν αξίωμα, αυτό που εκρατείτο δεμένο με τα δεσμά του θανάτου επιστρέφει απελευθερωμένο στην χώρα των ζώντων; (...) Από άνθρωπον ήλθεν ο θάνατος, από άνθρωπο και η σωτηρία. Ο πρώτος έπεσε στην αμαρτία, ο δεύτερος ανέστησε αυτόν που είχε πέσει. Η γυναίκα υπερασπίσθη τώρα την γυναίκα· η πρώτη είχε ανοίξει την είσοδο στην αμαρτία, ενώ αυτή υπηρέτησε την επάνοδο της δικαιοσύνης. Εκείνη εδέχθη την συμβουλήν του όφεως, αυτή επαρουσίασε τον αναιρέτην του όφεως και εγέννησε την πηγήν του φωτός. Εκείνη διά του ξύλου εισήγαγε την αμαρτία, αυτή διά του ξύλου έφερε στην θέσι της αμαρτίας το αγαθόν· ξύλον εννοώ τον σταυρό. Και ο καρπός του ξύλου τούτου γίνεται γι΄ αυτούς που τον γεύονται αειθαλής και αμάραντος ζωή. Και κανείς να μη νομίζη ότι μόνο στο μυστήριον του Πάσχα αρμόζει μία τέτοια ευχαριστία. Άς σκεφθή ότι το Πάσχα είναι το τέλος της Οικονομίας. Πώς θα επραγματοποιείτο το τέλος, εάν δεν είχε προηγηθή η αρχή; Ποίον είναι αρχικώτερον από το άλλο; Ασφαλώς η Γέννησις από την Οικονομία του Πάθους.
Και του Πάσχα λοιπόν τα καλά είναι μέρος των εγκωμίων της Γεννήσεως. Και αν υπολογίση κανείς τις ευεργεσίες που εξιστορεί το Ευαγγέλιον και διηγηθή λεπτομερώς τις θαυματουργικές θεραπείες, την άνευ τροφίμων διατροφή, την επάνοδο των νεκρών από τα μνήματα, την αυτοσχέδιο παρασκευήν του οίνου, την αποκατάστασι της υγείας των κάθε είδους ασθενών, την εκδίωξι των δαιμονίων, τα άλματα των χωλών, τους οφθαλμούς που επλάσθησαν από πηλόν, τις θείες διδασκαλίες, τις νομο-θεσίες, την μύησι στα υψηλότερα διά μέσου των παραβολών, όλα αυτά είναι δωρεά της παρούσης ημέρας· διότι αυτή έγινε αρχή των αγαθών που ηκο¬λούθησαν. «Αγαλλιασώμεθα», λοιπόν, «και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. μγ΄, 17). Μή φοβηθούμε τις ειρωνείες των ανθρώπων και ας μη νικηθούμε από αυτούς όταν προσπαθούν να μας εξευτελίσουν, όπως μας παρακινεί ο Προφήτης· αυτοί χλευάζουν τον λόγο της Οικονομίας, λέγοντας ότι δεν αρμόζει στον Κύριο να λάβη ανθρώπινο σώμα και να αναμιχθή με την γέννησι στην ζωή των ανθρώπων. Αγνοούν, καθώς φαίνεται, το μέγα μυστήριον, πώς δηλαδή η σοφία του Θεού οικονόμησε την σωτηρία μας. Είχαμε πωληθή εκουσίως για τις αμαρτίες μας και είχαμε υποδουλωθή στον εχθρόν της ζωής μας σαν αγορασμένοι δούλοι.
(...) Άν επιζητής από περιέργεια να ερευνήσεις το μέγεθος της Οικονομίας, σου αρκεί να μάθης τόσο μόνον, ότι το θείον δεν είναι ένα μόνον από τα αγαθά, αλλά όποιον αγαθόν ημπορεί να φαντασθή κανείς, εκείνο είναι· το δυνατόν, το δίκαιον, το αγαθόν, το σοφόν, όλα τα ονόματα και τα νοήματα που έχουν σημασία θεοπρεπή. Αναλογίσου, λοιπόν, μήπως δεν συνεδυάσθησαν στο γεγονός αυτό όλα αυτά που είπαμε· η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η δικαιοσύνη. Ως αγαθός, ηγάπησε τον αποστάτη· ως σοφός, επενόησε τον τρόπον επανόδου των υποδουλωμένων· ως δίκαιος, δεν κακομεταχειρίζεται αυτόν που υπεδούλωσε τον άνθρωπο και τον απέκτησε σύμφωνα με το δίκαιον της αγοράς, αλλά έδωσεν ως αντάλλαγμα τον εαυτόν του υπέρ των κρατουμένων, ώστε μεταθέτοντας ως εγγυητής την οφειλή στον εαυτόν του, να ελευθερώση τον αιχμάλωτον από τον εξουσιαστήν του. Ως δυνατός, δεν εκρατήθη από τον Άδη, ούτε το σώμα του εγνώρισε φθορά. Διότι δεν ήταν δυνατόν να νικηθή από την φθοράν ο αρχηγός της ζωής. Αλλά ήταν εντροπή να δεχθή ανθρώπινην γέννησι και να υποστή την εμπειρία των παθημάτων του σώματος; Χαρακτηρίζεις έτσι την υπερβολή της ευεργεσίας;
Πράγματι, επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγή το ανθρώπινο γένος με άλλον τρόπον από τα τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη ο Βασιλεύς της απαθείας να ανταλλάξη την ιδία του την δόξα με την ιδική μας ζωή. Και εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα, όπως λέγει το Ευαγγέλιον· ότι «το φως εν τη σκοτία έλαμψεν, η δε σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 5). Διότι ο ζόφος εξαφανίζεται με την παρουσία των φωτεινών ακτίνων, δεν μαυρίζει ο ήλιος από τον ζόφο. «Το θνητόν καταπίνεται υπό της ζωής», όπως λέγει ο Από-στο¬λος, δεν απορροφάται η ζωή από τον θάνατο. Το κατεφθαρμένο σώ¬-ζε-ται από την ένωσί του με το άφθαρτο. Η φθορά δεν επηρεάζει την αφθαρσία. Για όλα αυτά γίνεται αρμονική χορωδία από την σύμπασα κτίσι· όλοι ανα¬πέμπουν ομόφωνον δοξολογία στον Κύριον της κτίσεως και κάθε γλώσσα, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων αναβοά, ότι «ευλογητός Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
|
Από την σειρά ΕΠΕ, Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, τόμος 10,
εκδ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
|
Η ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
|
Παράδοξο και ακατάληπτο για την περιορισμένη ανθρώπινη σχηματοποιημένη λογική μας, φαίνεται και είναι, το μαρτύριο της θυσίας, σε μια ακατανόητη υπέρβασι της ζωής έως θανάτου, αντιπροσφορά στον «Επαναστάτη» της ανατροπής της οδύνης και της αισχύνης, της πρώτης κατάρας του Αδάμ, στο μυστήριο του Σταυρού και στη χαρά της Αναστάσεως, στη γεύσι της «Καινής ημέρας», στο μήνυμα της αιώνιας ζωής και της ατελεύτητης μακαριότητος.
Εάν επιχειρήσεις να διερευνήσεις το κατόρθωμα αυτό, θα εκπλαγείς· και να το προσεγγίσεις, θα απορήσεις.
Η πίστι, η αγάπη, η αληθινή γνώσι, ο θείος έρωτας, η τόλμη και τό άκαμπτο θάρρος, η συνείδησι της προαιρέσεως θα επισυναχθούν και θα ανορθωθούν και θα γίνουν ιεροί εξεταστές στο ιστορικό προσωπικό σου πέρασμα στα μονοπάτια της ζωής, στην εξουσία του χρόνου, για να σε ρωτήσουν αν μπορείς και εσύ να γίνεις ένας μιμητής «Επαναστάτης» στις θεωρίες της Νέας Εποχής, του αιώνος τούτου – του απατεώνος – και στο φρενήρη ρυθμό υπέρ της υλολατρείας, ένα τέλειο ολοκαύτωμα ολοκληρωτικής προσφοράς, με σκοπό να υπερβείς το «φαινόμενο» και να φθάσεις στο «ενεργούμενο».
Οι άνθρωποι γενικά, οι νέοι, ακόμη και μικρά παιδιά, σκυταλοδρόμοι της χρήσεως της ύλης και της απολαύσεως, γνωρίζουν, διαφοροτρόπως, ενίοτε πάρα πολλά, για όσα είναι μάταια και ψευδή, γήϊνα και φθαρτά.
Αν όμως έχεις στη κατοχή σου πράγματα μάταια και φθαρτά, εύκολα συμπεραίνεις πως είσαι κάτοχος του τίποτε, του μηδέν.
Τί κι’ άν διαβάσεις αμέτρητα βιβλία και την σοφία του κόσμου κατέχεις, τί κι’ αν ταξιδέψεις σε κόσμους άλλους, τί κι’ αν γνωρίσεις ανθρώπους πολλούς, πρίγκηπες, αυτοκράτορες και Πατριάρχες, τί κι’ αν κατέχεις τα πλούτη όλου του κόσμου, το άθροισμα όλων αυτών είναι μηδέν. Αφού δεν γνωρίζεις για τον Θάνατο και την Αθανασία, για τον πόνο και την πραγματική χαρά, για το φως και το σκοτάδι, για την αμαρτία και την αγιότητα, για τον Χριστό και τον Διάβολο, για την Κρίση και την Απολογία, για τον Παράδεισο και την Κόλασι.
Αν γυρίσουμε όμως το βλέμμα μας πίσω και ξεφυλλίσουμε τα φύλλα της Χριστιανικής Ιστορίας και των Συναξαριστών, θα ανακαλύψουμε Πρόσωπα αφοσιωμένα στο Πρόσωπο της Αγάπης, τον Ιησού Χριστό· ζωντανές καιόμενες λαμπάδες, κάθε μια μοναδική. Ήσαν και αυτοί άνθρωποι πορευθέντες στους δρόμους της ζωής μας.
Η Εκκλησία μας έχει να καυχάται για πλήθος Πατέρων, Αγίων, Ομολογητών, Αναχωρητών και ακόμη για τους «ανιστόρητους και αφανέρωτους» και ένδοξους ανώνυμους ασκητές οσίους, που έζησαν στην «εσωτέραν έρημον», αποκλειστικά «τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες».
Η Εκκλησία μας καυχάται για τους μάρτυρες, που δεν υποχώρησαν και δεν λύγισαν κάτω από την απειλή των θηρίων, των ξιφών, των ονειδισμών, αλλά κοινωνούσαν «τοις Χριστού παθήμασι» και ως πάσχοντες, κατά το θέλημα του Θεού, παρέθεσαν τις ψυχές τους στον πιστό Κτίστη τους.
Κακοπάθησαν ως καλοί στρατιώτες Ιησού Χριστού με προθυμία, πίστι, μακροθυμία, αγάπη· με υπομονή στις θλίψεις, στους διωγμούς, στα παθήματα διά μαστίγων, αικιών και άλλων κακώσεων, έως θανάτου μαρτυρικού. Αγωνίσθηκαν τον υπέρ Χριστού καλόν αγώνα, ευσχημόνως περιπάτησαν και ετελείωσαν τον δρόμο της αρετής, την πίστιν ετήρησαν, ως χρυσός εν χωνευτηρίω εδοκιμάσθηκαν και ο Δίκαιος Κριτής τους απέδωκε τον της δικαιοσύνης στέφανον και έγιναν «ναοί του Θεού και κατοικητήρια του Θεού εν Αγίω Πνεύματι». «Πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας» και ο πολυτιμότερος θησαυρός Της. Οι λυτρωμένες και θεωμένες εικόνες του Θεού· τα «τετελειωμένα» μέλη της.
Ακολούθησαν τα ίχνη του Χριστού, επανέλαβαν την Ζωή Του, ετελειώθησαν εν Χριστώ και συνέθεσαν την πνευματική στρατειά της Εκκλησίας του Χριστού· απετέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν για τον παρόντα κόσμο το ζωντανό Ευαγγελικό κήρυγμα και την πηγή υποδειγματικής αγωνιστικής δυνάμεως, ευεργετικής για την πνευματική άθλησι και την εν Χριστώ τελείωσι για τον κάθε ένα πιστό.
Διότι στο πρόσωπο κάθε Αγίου, η ανθρωπότητα θεραπεύεται, διαφωτίζεται, μεταμορφώνεται και καινουργείται. Αναζητεί διά των Αγίων να εύρει το αληθινό και ωραίο, το αγαθό και το αυθεντικό, το πραγματικό και το ανθρώπινο, αλλά και το μυστήριο της αιωνιότητος και την αποκάλυψι της θεοκοινωνίας, μέσα στο πνεύμα της αγάπης, της ελευθερίας και της ενότητος· και ακόμη, το βαθύ και ακατάληπτο, πολλές φορές, νόημα της δυναμικής αντιπροσφοράς του δώρου της ζωής διά της θυσιαστικής αγάπης, με αποκλειστικό σκοπό την επανένωσι με τον Ζωοδότη Χριστό και την τελική διείσδυσι στην μακαρία ανάπαυσι με τον Μοναδικό Δημιουργό του.
Μεταξύ αυτών που εθεώρησαν την ύπαρξί τους μοναδικό και ανεπανάληπτο θείο δώρο και ελάτρευσαν τον Δημιουργό τους και επόθησαν την ένωσι μαζί Του εις τον αιώνα, αντιπροσφέροντας τον εαυτό τους στην Εσταυρωμένη Αγάπη, αυτοπυρπολούμενοι από θείον έρωτα, συγκαταλέγεται και η Αγία, Ένδοξος και Καλλίνικος Παρθενομάρτυς, Πανεύφημος Νύμφη του Χριστού, η Αικατερίνα της Αλεξανδρείας .
Οι ποικίλες αρετές και τα θεόσδοτα χαρίσματα, η λαμπρή καταγωγή, η λιπαρά μόρφωσι και η σοφία, που εστόλιζαν την Καλλιπάρθενο Κόρη, ο ένθεος βίος Της και αργότερα τα Μαρτύριά της και ιδιαίτερα ο Μαρτυρικός Της θάνατος, Την κατέταξαν στο ένδοξο Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας, κατακοσμούσα την μαρτυρική φάλαγγα του 4ου μ.Χ., αιώνος.
Ο υμνωδός Την αποκαλεί και Ένδοξο και Καλλίνικο και Παρθενομάρτυρα και Μεγαλομάρτυρα αλλά και Πανεύφημο Νύμφη Χριστού, αφού μοναδικός Νυμφίος της καρδίας Της ήταν ο Χριστός· και το απέδειξε αυτό, όταν όλα τα ηδέα του κόσμου, το κάλλος και την βασιλική καταγωγή και αυτόν τον πλύτο και την δόξα, και κυρίως, την γνώσι και την σοφία, τα περιφρόνησε για την αγάπη Εκείνου, τα χρησιμοποίησε με άγιο πείσμα για την δόξα Εκείνου και τα εθυσίασε για την ανταπόδοσι σ’ Εκείνον, τόν Ένα.
Η Αγία Αικατερίνα εικονογραφείται με ένδυμα και στέμμα βυζαντινής αυτοκράτειρας ή με μαφόριο, σύμβολο της παρθενίας Της. Συνήθως φέρεται καθιστή και κρατεί στο δεξί Της χέρι κάλαμο ή κλάδο φοίνικος, σύμβολα της νίκης Της κατά της ειδωλολατρείας· επίσης, ιερό κάλαμο ή βιβλία, σύμβολο της σοφίας Της. Ακόμη, στο δεξί Της χέρι φορεί δακτυλίδι, σύμβολο της πνευματικής μνηστείας Της μετά του Νυμφίου Χριστού.
Εις το αριστερό Της χέρι κρατεί σταυρό, σύμβολο της πίστεώς Της και της ισχύος Της, καθώς ακουμπά επάνω σε ακιδοφόρο τροχό, όργανο του σεπτού μαρτυρίου Της. Επίσης, η αγία Της εικόνα ενίοτε περιβάλλεται μέ φόντο την θαυμαστή ομώνυμο Μονή του Θεοβαδίστου όρους Σινά, την οποίαν έκτισε προς τιμήν Της ο Ιουστινιανός.
Η αγία αναφέρεται, ότι εμαρτύρησε την εικοστή τετάρτη Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή. Η εικοστή Πέμπτη Νοεμβρίου είναι η ημέρα ευρέσεως των Αγίων Λειψάνων Της.
Οι Μοναχοί της Μονής του Σινά συνέπτυξαν τις δύο αυτές ημέρες και όρισαν την εικοστή Πέμπτη Νοεμβρίου, ως ημέρα εορτής της Σεπτής μνήμης της Αγίας, συνεορταζομένης μετά της Αποδόσεως της εορτής των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Αγία τιμάται και στην Ανατολή και στην Δύσι, Υπήρξε η πιό λαοπρόβλητη και σεβασμία αγία, όχι μόνο της εποχής Της, μετά την Υπεραγία Θεοτόκο.
Πολλοί εγκωμιαστικοί Λόγοι γραμμένοι με διηγηματική ή ποιητική σύνθεσι, ιστόρησαν τον μαρτυρικό κυρίως Βίο Της και εξύμνησαν τα ποικίλα χαρίσματά της σε διάφορες γλώσσες, όπως ελληνικά, αραβικά, λατινικά κ.α.
Ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, τον δέκατο αιώνα, έγραψε λεπτομερώς τον Βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Εξ αυτού έγραψε για την Αγία στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, ο Ευσέβιος καθώς και ο Μακάριος της Αλεξανδρείας.
Επίσης, ο Αθανάσιος ο ταχογράφος, ο οποίος αυτοεκλήθη υπηρέτης της Αγίας, έγραψε το Μαρτύριό Της «εν πάση ασφαλεία» όπως περιγράφει.
Ιεροί Ναοί, Μοναστήρια, ιδρύματα και αναρίθμητες γυναίκες φέρουν το άγιο όνομά Της και την τιμούν ιδιαιτέρως. Η Πόλι της Κατερίνης που φέρει το όνομα της Αγίας, Την τιμά πανηγυρικά με αργία, στον ομώνυμο Κοιμητηριακό Ναό Της.
Στην παρούσα οφειλομένη έκδοσι περί της Ευεργέτιδος Αγίας Αικατερίνης, μετά τον επίτιμο Πρόλογο του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ κ. Δαμιανού, τις Διευκρινίσεις και τα Εισαγωγικά, αναφερόμαστε φιλόστοργα και ευγνώμονα στον προσφιλή και συμβολικό Βίο και την υποδειγματική άθλησι της Αγίας Ενδόξου και Καλλινίκου Παρθενομάρτυρος Πανσόφου Νύμφης του Χριστού και συμπεριλαμβάνουμε την Ακολουθία του Μικρού και Μεγάλου Εσπερινού, του Όρθρου, του Παρακλητικού Κανόνος, των Χαιρετισμών, των Εγκωμίων, ποιημάτων κατανυκτικών του μακαριστού Οσίου Γέροντος Μικραγιαννανίτου του Υμνογράφου και τινών Μεγαλυναρίων της Ευγνώμονος Καρδίας μας.
Ακόμη, χάριν οικείας αγάπης και ευλαβείας προς την Μητέρα όλων μας, την Υπεραγία Θεοτόκο και προς διευκόλυνσι των Ιεροψαλτών, συμπεριλάβαμε και την ακολουθία των Εισοδίων, αφού κατά την εορτήν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης, αποδίδοται η εορτή των Εισοδίων της Αειπαρθένου Μαρίας.
Προσφέρουμε την παρούσα έκδοσι, εκτυπωμένη σε λειτουργικό βιβλίο εις τους φιλακόλουθους και φιλάγιους πιστούς και εις όλους τους εορταστές της Ιεράς μνήμης Της, «έως των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν», με την ολοκάρδιο ευχή, όπως η Αγία, Ένδοξος και Καλλίνικος Παρθενομάρτυς Αικατερίνα εγείρει, φωτίζει, εμπνέει, παραμυθεί και ενισχύει στην οσία υπομονή, στην ακλόνητη πίστι, στην θεοφιλή εγκράτεια κατά των φιλεπιστρόφων ατάκτων παθών, στις πνευματικές ασκήσεις και κυρίως, στον ένθεο ζήλο και στην τέλεια αγάπη προς τον Αγαπημένο Κύριο με γνήσιο και ολοκάρδιο σκοπό την τελική μυστηριακή συνάντησι με τον Φιλάνθρωπο Θεό και Πατέρα, την μακρόθυμη θεική αγάπη και με τα φωτοειδή πλήθη των Αθανάτων.
Άλλωστε, ο Ορθόδοξος Χριστιανός πρέπει να συνεργάζεται στην πνευματική του ζωή «μετά πάντων των Αγίων», των έμπιστων και ειλικρινών φίλων του Χριστού και να ενώνει με γνήσιο δεσμό αγάπης και μυστικής επικοινωνίας, τις δικές του προσευχές με τις θερμές ικεσίες των «εν Ουρανοίς» Αγίων Αδελφών του.
Αυτής Αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Αμήν. Γένοιτο!
|
† Γερ. Αικ.
(Από την Εισαγωγή του βιβλίου «Η Αικατερίνα της Αλεξανδρείας»
της Γεροντίσσης Αικατερίνης εκ των εκδόσεων ΕΦΡΑΙΜΙÁΣ)
|
Ποιά είναι η ζωή των αγγέλων και των δαιμόνων;
|
Η φύση των πνευμάτων, αν και άυλη και ασώματη, δεν παύει να είναι τρεπτή και αλλοιωτή. Αναλλοίωτη και άτρεπτη είναι μόνο η φύση του Θεού, που είναι το απόλυτο πνεύμα. Σε σύγκριση με αυτή, η φύση των αγγέλων είναι σχετικά άυλη. Κατά την αντίληψη ορισμένων, αυτή περιβάλλεται από ένα λεπτό, αδιόρατο και αιθέριο σώμα, χωρίς καμιά σχέση βέβαια με την υλικότητα των φυσικών κτισμάτων.
Στην ηθική και πνευματική σφαίρα την τρεπτότητα των πνευμάτων προσδιορίζει η ελεύθερη βούλησή τους. Όταν πλάστηκαν, είχαν τη δυνατότητα να μένουν ή να μη μένουν κοντά στο Θεό. Ήσαν ελεύθερα να εμμένουν την πιστότητά τους στο αγγελικό τους αξίωμα ή να μην την τηρούν. Απ΄ αυτό προήλθε η κατοπινή τους διάκριση σε αγγέλους αγαθούς και δαίμονες, δηλαδή σε πνεύματα αγαθά και πονηρά.
Η διάκρισή τους αυτή έπρεπε να περάσει από μία πορεία ηθικής δοκιμασίας, χωρίς βέβαια να δοθεί σ΄ αυτούς από το Θεό η τήρηση μιας συγκεκριμένης εντολής, όπως δόθηκε στον άνθρωπο.. Η ηθική κίνηση του πνεύματος βρισκόταν μέσα στη φύση του, εξαρτώμενη από την ελεύθερη τοποθέτηση και την κίνηση της βουλήσεώς του. Και μέρος μεν των πνευμάτων – ίσως το μεγαλύτερο – κάνοντας καλή χρήση της ηθικής ελευθερίας του και μένοντας πιστά στο λόγο της υπάρξεώς του, στο τέλος παγιώθηκαν στο αγαθό, και εισήλθαν στο στάδιο της μακαρίας δόξης του Θεού, χωρίς να υπάρχει στο εξής το ενδεχόμενο εκπτώσεώς τους από το αγαθό. Οι άγγελοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αμαρτήσουν, την οποία είχαν φυσικά μέχρι της σταθεροποιήσεώς τους στο θέλημα του Θεού. Είναι άτρεπτοι και αμετακίνητοι προς την κακία. Σε αντίθεση με αυτούς, ένα μέρος των πνευμάτων – μικρότερο πιθανότατα εκείνων, οπωσδήποτε όμως μεγαλύτερο του συνολικού αριθμού των ανθρώπων – ακολούθησε άλλη πορεία. Αυτοπροαίρετα αποσκίρτησαν από το αγαθό, αποστάτησαν από τον δημιουργό τους και πρόδωσαν το αγγελικό τους αξίωμα. Έτσι η πεσμένη φύση τους παγιώθηκε στο κακό, χωρίς να έχουν καμία άλλη δυνατότητα εξελίξεως. Ο Εωσφόρος (ο πρώτος άγγελος, ο φορέας του φωτός της δόξης του Θεού) και η σκοτεινή δορυφορία του ταυτίστηκαν οριστικά με την κόλαση, στην αντιθετική τους διαπάλη με τη Βασιλεία του Θεού, τη χώρα των αγαθών πνευμάτων.
Φυσικά ο τρόπος με τον οποίο έγιναν όλα αυτά, είναι κάτι που διαφεύγει στην ιστορική μας πείρα και αντίληψη. Είναι κάτι στο οποίο πιστεύουμε σαν φανερωμένο από το Θεό. Είναι λόγος πίστεως και όχι φυσικής πείρας και ιστορικής μαθήσεως.
Η ζωή των αγγέλων και των δαιμόνων είναι ζωή άυλη και πνευματική, όπως άυλη και πνευματική είναι και η φύση τους. Φυσικά κάτι τέτοιο εμείς, που ζούμε την υλικοπνευματική φύση μας στο χώρο και το χρόνο, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι η φύση των πνευμάτων καλύπτει το χώρο και το χρόνο, ή ότι βρίσκεται έξω και πέρα από κάθε έννοια και κατηγορία χωροχρονική. Αυτό μόνο στο Θεό συμβαίνει, που είναι απόλυτο πνεύμα, βρίσκεται σε όλα και συγχρόνως υπέρκειται όλων. Τα πνεύματα άλλωστε είναι όντα κτιστά και πεπερασμένα και, ως τέτοια, δεν μπορούν να έχουν τις ιδιότητες του Θεού. Να λέγαμε, ότι ζουν σε ένα ιδιαίτερο «μυστηριακό» τόπο και χρόνο; Πιθανόν. Φυσικά στις κινήσεις τους, που είναι ταχύτατες και αστραπιαίες, τα πνεύματα δεν εμποδίζονται από τη χρονική στιγμή και την παχύτητα των υλικών σωμάτων.
Η ζωή των αγαθών πνευμάτων εξελίσσεται με ηρεμία και γαλήνη στη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας. Είναι πλήρως αφιερωμένα στο Θεό. Είναι λειτουργικά πνεύματα, τα οποία διακονούν τους σκοπούς της Θείας Βασιλείας. Εξαγγέλουν στους ανθρώπους τις βουλές του Θεού (γι΄αυτό και άγγελοι) εκτελούν το θέλημά του, φυλάσσουν και προστατεύουν τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους πιστούς, από κάθε επιβουλή του εχθρού και κάθε λογής κινδύνους, και τους ενισχύουν στη διάπραξη του αγαθού και της αρετής. Ως δορυφορία πνευματική του Θεού, ως υπηρέτες του «Παμβασιλέως της Δόξης» και λειτουργοί της Θείας Βασιλείας, παράλληλα με το διακονικό έργο τους, απευθύνουν διαρκή αίνο και ανύμνηση στο όνομα του Παντοκράτορος Θεού, δοξολογώντας ακατάπαυστα τη θεία του μεγαλειότητα. Ποιά να είναι άραγε η φύση της απόκοσμης «μυστηριακής» εκείνης αρμονίας, που βγαίνει από τα φλογισμένα χείλη αναρίθμητων αγγελικών φύσεων και δονεί τα άυλα σώματα της Θείας Βασιλείας; Πόσο θελξικάρδιος ο ήχος των εορταζόντων το κράτος της θείας παναρχίας, το μέλος το γλυκύ και παναρμόνιο, το οποίο θα επιτείνει και η χαρά των σωσμένων ανθρώπων στο φωτεινό χώρο του Θεού;
Οι άγγελοι, ως όντα πνευματικά και ασώματα, είναι ελεύθερα από κάθε υλικό συσχετισμό. Δεν έχουν ανάγκη τροφής για να συντηρηθούν. Δεν έχουν ανάγκη αναπαραγωγής του είδους τους, ούτε πάλι πολλαπλασιάζονται – αν και αυτό ελέχθη – κατά ένα τρόπο μυστηριώδη και άρρητο. Πλάστηκαν «εφ΄ άπαξ» από το Θεό. Δεν ασθενούν ούτε πεθαίνουν. Δεν κουράζονται στην άσκηση του λειτουργικού και δοξολογικού έργου τους. Ούτε, αντίθετα, αισθάνονται ανία και κόρο, από τη δήθεν μονοτονία της ζωής τους. Αυτά ισχύουν μονάχα για τη ζωή των ανθρώπων, που εξελίσσονται στον τόπο και το χρόνο και υφίστανται μεταβολές και μεταπτώσεις στη ζωή τους, και όχι για τα άυλα πνεύματα του Θεού.
Η ζωή όμως των δαιμονικών φύσεων είναι εντελώς αντίθετη από τη ζωή των αγαθών πνευμάτων. Ούτε και το ασήμαντο ίχνος θείας ενέργειας δεν υπάρχει στη φύση τους. Ούτε και η παραμικρότερη λάμψη στο αβυσσώδες έρεβος της σκοτεινιασμένης ουσίας τους. Είναι πλάσματα πωρωμένα και αναίσθητα. Είναι ντυμένα στο πυκνό ηθικό σκοτάδι, όπως κατάντησαν μετά την αποστασία τους. Τόση είναι η κακομορφία και τόση η κακοσμία της ηθικής τους σήψεως, ώστε να μη μπορεί να τις αντικρύσει γυμνές το κτιστό πλάσμα και να ζήσει. Ένα απύθμενο μίσος σαλεύει την αγριεμένη φύση τους ενάντια στο Θεό και τα κτίσματά του. Μισούν θανάσιμα την δημιουργία και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, του οποίου ζηλεύουν τα υψηλά προνόμια και τη δόξα του. Σπείρουν παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Η ιδιαίτερη χαρά τους είναι να βασανίζουν τον άνθρωπο και να τον απομακρύνουν μακριά από το Θεό, κατά το δικό τους αποτρόπαιο πρότυπο. Αυτό εννοείται κάνουν πάντοτε με την ανοχή του Θεού. Αν και η δύναμή τους, ως σκοτεινή συμπυκνωμένη ενέργεια, είναι τόση, ώστε εν ριπή οφθαλμού να καταστρέψει ολόκληρο το σύμπαν, όμως δεν έχουν εξουσία να κάνουν αυτοπροαίρετα εκείνο που θέλουν. Η δύναμή τους είναι πάντοτε ελεγχόμενη. Κάνουν τόσο, όσο τους επιτρέπει το σχέδιο της πρόνοιας του Θεού για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Απόλυτη εξουσία θα έχουν μόνο στη κόλαση, που θα είναι ο αιώνιος φυσικός βιότοπος της σκοτεινής τους υποστάσεως στον οποίο, βασανιζόμενοι πρώτα αυτοί, θα βασανίζουν στη συνέχεια με όλη την φρικαλεότητα του κολασμένου πάθους τους και σε βαθμό υπέρτατο και ασυγκράτητο το μακάβριο περιεχόμενο της εγκληματικής βουλιμίας τους, τα κολασμένα πλάσματα!
Μια κάποια αίσθηση της κακότητας αυτής των δαιμονικών φύσεων – τηρουμένων φυσικά των αναλογιών – έχουμε εδώ στη γη την περίπτωση των δαιμονισμένων ανθρώπων! Ο διάβολος (ένας ή πολλοί) μπαίνουν μέσα στο πλάσμα και κυριαρχούν στο σώμα και το πνεύμα του. Του αφαιρούν την προσωπικότητά του και στη θέση της τοποθετούν το δικό τους εγώ. Κυριαρχούν στο άθλιο πλάσμα, το δυναστεύουν και το βασανίζουν. Πολλές φορές προσπαθούν να το οδηγήσουν στο θάνατο. Πώς επιτρέπει άραγε αυτό ο Θεός; Κανένας δεν γνωρίζει. Φρίττουμε από φόβο μπροστά στο φαινόμενο, αγνοούντες το βαθύτερο λόγο της ανεξιχνίαστης θείας βουλής. Φυσικά πολλοί από τους δαιμονιζόμενους γίνονται καλά, πράγμα που κατά έναν τρόπο εκφράζει την κρύφια παιδαγωγία του Θεού. Πάντως το φαινόμενο είναι μια μικρή πρόγευση του τι μέλλει να συμβεί στο μελλοντικό τόπο της βασάνου. Κόλαση προ της Κολάσεως!
|
† Α. Θεοδώρου , Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου
|
Η ΨΥΧΗ, ΟΤΑΝ ΠΕΙΡΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ
|
Είναι σε όλους φανερό ότι η ζωή αυτή μοιάζει με αγώνισμα, και ότι ο ισχυρός Δράκοντας αγωνίζεται ενάντια σε όλους. Κάποιοι βέβαια τον νικούν και τον ποδοπατούν, κάποιους άλλους όμως τους νικά και τους ποδοπατεί· κάποιοι τον ρίχνουν κάτω και τον χλευάζουν, κάποιους άλλους όμως τους ρίχνει κάτω αυτός και τους χλευάζει· άλλοι με την πάλη του παίρνουν το στεφάνι της νίκης, και άλλοι με την πάλη του νικώνται· άλλοι με την πικρότητά του κερδίζουν τη γλυκύτητα της αιώνιας ζωής, και άλλοι με τη γλυκύτητα και τη χαυνότητα που τους προσφέρει συναντούν την πικρότητα της αιώνιας κόλασης· άλλοι με την τέλεια ακτημοσύνη τους εύκολα τον νικούν, και άλλους τους νικά αυτός με την απόκτηση των γήινων πραγμάτων· γι΄ αυτούς πάλι που ποθούν τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, ο πόλεμός του δεν έχει καμία δύναμη· ενώ γι΄αυτούς που ποθούν τον κόσμο είναι δύσκολος και αβάστακτος.
Μακάριοι είναι αυτοί που αγάπησαν τον Θεό, και που καταφρόνησαν όλα διά μέσου της αγάπης του Θεού· μακάριοι αυτοί που χύνουν δάκρυα μέρα και νύχτα, για να σωθούν από τη μέλλουσα οργή· μακάριοι αυτοί που ταπείνωσαν τους εαυτούς των εκούσια, διότι εκεί θα υψωθούν· μακάριοι οι εγκρατείς, διότι τους περιμένει η απόλαυση του παραδείσου· μακάριοι αυτοί που καταπόνησαν τα σώματά τους με αγρυπνίες και άσκηση, διότι γι΄αυτούς έχει ετοιμασθεί η αγαλλίαση του παραδείσου· μακάριοι αυτοί που έγιναν εκούσια ναός του Αγίου Πνεύματος, διότι αυτοί θα σταθούν στα δεξιά· μακάριοι αυτοί που απέκτησαν την αγάπη του Θεού μέσα στις ψυχές τους, διότι αυτοί θα ονομασθούν φίλοι του Χριστού· μακάριοι αυτοί που σταύρωσαν τον εαυτό τους, διότι η φροντίδα και το μέλημά τους ήταν διαρκώς ενώπιον του Θεού· μακάριοι αυτοί που έχουν ζώσει τη μέση τους με την αλήθεια, και έχουν έτοιμες τις λαμπάδες, και περιμένουν τον Νυμφίο τους, πότε θα επιστρέψει από τους γάμους· μακάριος είναι αυτός που απέκτησε με τα μάτια του νου τη θέαση των μελλόντων αγαθών και της αιώνιας κόλασης, και που με μεγάλη προθυμία κοπίασε, για να πετύχει τα αιώνια αγαθά· μακάριος είναι αυτός που έχει μπροστά στα μάτια του διαρκώς εκείνη τη φρικτή ώρα, και που δείχνει μεγάλη προθυμία να ευαρεστήσει τον Θεό, ωσότου υπάρχει καιρός· μακάριος είναι αυτός που έγινε επάνω στη γη απαθής σαν άγγελος, για να χαρεί εκείνη τη μέρα μαζί με τους Αγγέλους.
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αδελφοί, να βλέπουμε τα άνω, να έχουμε στο νου μας τα άνω, να σκεφτόμαστε τα άνω, να συλλογιζόμαστε τα άνω, να ενθυμούμαστε τα άνω, να είναι μέλημα και φροντίδα μας τα άνω, να φρονούμε τα άνω, να λαλούμε τα άνω, να πράττουμε τα άνω, να ασχολούμαστε με τα άνω. Ας φροντίσουμε να είναι όλο το ενδιαφέρον μας στραμμένο στα άνω, και να μη ρέπουμε προς τα γήινα, όπου υπάρχουν οι ηδονές και οι επιθυμίες αυτής της μάταιας και θανατηφόρας ζωής· απεναντίας είναι καλό να βλέπουμε διαρκώς με τα μάτια της ψυχής, μην τυχόν πέσει κάτι στην κόρη του ματιού μας, ή κάποιος πονηρός λογισμός ή κάτι άλλο απ΄ αυτά που δεν αρέσουν στον Δεσπότη Θεό, και μήπως αυτό τυφλώσει το νου. Όμως πρόσεξε εσύ που διαβάζεις, έχουμε τί να σκεπτόμαστε διαρκώς· έχουμε τους Αγγέλους, έχουμε τους Αρχαγγέλους, έχουμε τις Δυνάμεις, έχουμε τις δόξες των Κυριοτήτων, έχουμε τα Χερουβείμ, έχουμε τα Σεραφείμ, έχουμε τους εαυτούς μας, έχουμε τον Θεό Δεσπότη των απάντων, το ωραίο και άγιο όνομα, έχουμε τους Προφήτες, έχουμε τους Αποστόλους, έχουμε τα άγια Ευαγγέλια, τους λόγους του Κυρίου, έχουμε τους Μάρτυρες, έχουμε όλους τους Αγίους, έχουμε τους Ομολογητές, έχουμε τους αγίους Πατέρες, τους Πατριάρχες, έχουμε τους Ποιμένες, έχουμε τους Ιερείς, έχουμε τους ουρανούς και όλα όσα υπάρχουν σ΄ αυτούς.
Αυτά να σκέφτεσαι και μέσα σ΄ αυτά να στρέφεται ο νους σου, και θα είσαι παιδί του Δεσπότου Θεού, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού· σ΄ αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
|
Οσίου Εφραίμ του Σύρου Εργα Τόμος Β΄
|
Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
|
Η Σοφία του Θεού ακτινοβολεί ως υπέρλαμπρο, άσβεστο και αιώνιο φως. Η Σοφία του Θεού έχει πνεύμα μοναδικό και άγιο, άυλο, άπειρο εις το μέγεθος, ευκίνητο, αμόλυντο, πολυμερές, σαφές, απρόσ¬βλητο, φιλάγαθο, τέλειο· δυνατό και ευεργετικό, το οποίο υπερνικά όλα τα εμπόδια και τις ανθρώπινες δυσκολίες και κατευθύνει τα πάντα και εις τον επίγειο και εις τον ουράνιο κόσμο.
Η Σοφία του Θεού δεν συγκρίνεται ούτε με αδάμαντες ούτε με τον χρυσόν και τον άργυρον όλου του κόσμου. Ούτε με βασιλικά σκήπτρα και θρόνους και τα πλούτη όλου του κόσμου.
Εισχωρεί σε όλα τα νοερά πνεύματα των αγγέλων και εκείνων των ανθρώπων που διακρίνονται δια την καθαρότητα και την λεπτότητα. Είναι φιλάνθρωπο το πνεύμα της σοφίας, σταθερό και αλάθητο, χωρίς μέριμνες, παντοδύναμο και εποπτεύει και κατευθύνει τα πάντα. Είναι το απαύγασμα του θείου και αιωνίου φωτός. Ακηλίδωτο, ολοκάθαρο κάτοπτρο της ενεργείας του Θεού, εικόνα και έκφρασις της αγαθότητος του Θεού. Συγκρινόμενη με το φως, προηγείται και υπερέχει. Δι’ αυτό, το πνεύμα της σοφίας του Θεού δεν επιδέχεται καμμιά έστω σκιά σκότους και κακίας.
Η Σοφία του Θεού δεν εισέρχεται σε άνθρωπο πονηρό και σε σώμα καταχρεωμένο με πολλές αμαρτίες. Οι διεστραμμένοι λογισμοί και συναισθήματα μιας κακότροπης ψυχής την διαχωρίζουν από τον Θεόν και την απομακρύνουν από την Χάρι και το έλεος. Διότι το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον παιδαγωγεί και διαμορφώνει τους ανθρώπους αποφεύγει τις ψυχές που κινούνται με δόλο, πονηρία και κακία, με ασύνετο φρόνημα.
Η ίδια η Σοφία του Θεού, κατά τον Σοφό Σολομώντα, «περιέρχεται εδώ και εκεί και αναζητεί τους αξίους της, παιδαγωγεί και μορφώνει φίλους του Θεού και Προφήτας, ενθρονίζεται στις όσιες ψυχές. Κανένα άλλο λογικόν όν δεν αγαπά ο Θεός ει μή μόνον εκείνον που συγκατοικεί με την Θείαν σοφίαν. Ολόλαμπρη και ευμενής παρουσιάζεται στους δρόμους της ζωής των και εις κάθε σκέψιν των τους βοηθεί πάντοτε». Διότι αρχή της κατά Θεόν σοφίας είναι η ειλικρινής επιθυμία της μορφώσεως, φροντίδα δε και σκοπός εις τον οποίον οδηγεί η παιδεία είναι η αγάπη του Θεού. Το μεγαλύτερο πνευματικό γέννημα και τέκνο της Θείας Σοφίας.
Εκδήλωσις δε της αγάπης είναι η προσεκτική τήρησις των θείων νόμων. Όποιος παιδαγωγείται και μορφώνεται με τα λόγια της σοφίας του Θεού, θα αποκομίσει μεγάλη ωφέλεια.
Το πλήθος των κατά Θεόν σοφών είναι ασφάλεια και σωτηρία διά τον κόσμο. Ο δε κατά Θεόν συνετός άρχοντας αποτελεί εγγύηση της σταθερότητος του λαού του, θα υπογραμμίσει και πάλι ο Σοφός Σολομών.
Αρχή και ρίζα της σοφίας του Θεού είναι, κατ’ αρχήν η πίστη σε Εκείνον, στον Δημιουργό και ετάζοντα καρδίας και νεφρούς κατά τον Ψαλμωδό.
Αυτή τη σοφία μας αποκάλυψε ο Θεός λέει ο Απόστολος Παύλος διά του Πνεύματός Του. «Εμείς δε δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το πνεύμα από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα, που μας χαρίστηκαν από τον Θεό. Γι’ αυτό ομιλώ, συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος, κι όχι με λόγια που διδάσκει η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια πού διδάσκει το Άγιο Πνεύμα, ερμηνεύοντας τα πνευματικά σ’ αυτούς, πού έχουν το Πνεύμα», «τα λόγια μου και το κήρυγμά μου δεν στηρίζονται σε ανθρώπινη σοφία, πού πείθει, αλλά στην πεποίθηση που γεννούν τα χαρίσματα του Πνεύματος και οι θαυματουργικές δυνάμεις, ώστε η πίστη σας να βασίζεται όχι σε ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού». «Η σοφία αυτού του κόσμου είναι ανοησία ενώπιον του Θεού».
Η καλλιέργεια της σοφίας, της γνώσεως της αληθείας εναρμονίζουν το σώμα, την ψυχή, το πνεύμα. Η εποχή μας δυστυχώς γεννά γνώση, αλλά όχι σοφία.
Η σοφία του Θεού οδηγεί στην αληθινή ζωή.
|
Αποσπάσματα Ομιλίας
Καθηγουμένης Αικατερίνης
Ι.Μ. Οσίου Εφραίμ του Σύρου
|
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ
|
Ο Σταυρός του Χριστού είναι η φανέρωση της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο· σε κάθε άνθρωπο χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
«Τόσο πολύ αγάπησεν ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε τον μονογενή Υιό Του εις θάνατον, εις θάνατον διά Σταυρού, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια».
Ο Θεός μας αγάπησε θυσιαστικά μέχρι σταυρού και έτσι μας ελύτρωσε από την απελπισία του θανάτου και από την τυραννία του διαβόλου. Μας ελευθέρωσε από την δουλεία της αποστασίας και μας εχάραξε την Σταυροαναστάσιμη ευλογημένη και μακαρία πορεία ζωής.
Είναι δρόμος ανηφορικός, στενός και τραχύς.
΄Οπως κάθε άνθρωπος είναι προσωπικότητα μοναδική και ανεπανάληπτη, έτσι και η πορεία του πνευματικού αγώνα είναι πορεία προσωπική και μονόδρομη· ο Χριστιανός περιπατεί σε τεντωμένο σχοινί, ακροβατώντας.
Με αδιάπτωτη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή, με ακραιφνή και ζωντανή πίστη και με βεβαία και αδίστακτη ελπίδα, οφείλει να αγωνίζεται, «πίπτων και εγειρόμενος», να φθάσει έως το τέλος, «είτε εν ευπραγίαις η, η δυσπραγίαις περιπέση».
Όσο βαρύς και αν είναι ο σταυρός της δοκιμασίας, η πίστη, η αγάπη, η ελπίδα, η υπομονή τον ποτίζει, τον λιπαίνει, τον καλλι¬εργεί να φυτρώνει στο πρόσφορο έδαφος της αγαπώσης τον Χριστόν καρδίας και να γίνεται θυσιαστήριο κοινωνίας με τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Χριστό.
Διά του Σταυρού ο Χριστός εκάλεσε στην δική Του αιώνια χαρά, στην δική Του αιώνια μακαριότητα και ευφροσύνη, με μια αγαπητική μέχρι τέλους αιώνια ζωή μαζί Του, κάθε άνθρωπο.
Το πρώτο, λοιπόν, κατά τον υπογραμμόν του Χριστου και των Αγίων Του, πρέπει να αποδεχθούμε συνειδητά, να υιοθετήσουμε ελεύθερα και να αγαπήσουμε καρδιακά την άρση του Σταυρού! Του Σταυρού της Ασκήσεως!
Την χαρά του « Εσταυρωμένου Βίου»!
Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ, «ο σταυρός του κάθε ανθρώπου» είναι οι θλίψεις και τα βάσανα της γήινης ζωής, που για τον καθένα μας είναι δικά του.
« Ο σταυρός του κάθε ανθρώπου» είναι η νηστεία, η αγρυ¬πνία και τα άλλα ευλαβή κατορθώματα, με τα οποία ταπεινώ¬νεται η σάρκα και υποτάσσεται στο πνεύμα. Τα κατορθώματα αυτά πρέπει να είναι ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός και στον κάθε άνθρωπο είναι δικά του.
« Ο σταυρός του κάθε ανθρώπου» είναι τα αμαρτωλά ασθε¬νήματα, ή πάθη, που στον κάθε άνθρωπο είναι δικά του! Με άλλα από αυτά τα πάθη γεννιόμαστε και μ’ άλλα μολυνόμαστε στην πορεία του γήινου βίου μας.
« Ο σταυρός του Χριστού» είναι η διδασκαλία του Χριστού.
«Ο σταυρός του κάθε ανθρώπου», για τον μαθητή του Χριστού γίνεται «Σταυρός του Χριστού», γιατί ο μαθητής του Χριστού είναι στερεά πεπεισμένος, ότι πάνω από αυτόν (τον μαθητή) αγρυπνάει ακοίμητος ο Χριστός. Πιστεύει ότι ο Χριστός επιτρέπει να του έρθουν θλίψεις, σαν μια αναγκαία και αναπόφευκτη προϋ¬πόθεση της Χριστιανικής πίστεως. Καμιά θλίψη δεν θα τον πλησίαζε, αν δεν το είχε επιτρέψει ο Χριστός, και ότι με τις θλίψεις που του συμβαίνουν, ο Χριστιανός γίνεται οικείος του Χριστού.
«Ο σταυρός του κάθε ανθρώπου» γίνεται για τον μαθητή του Χριστού «Σταυρός του Χριστού», γιατί ο αληθινός μαθητής Του σέβεται και θεωρεί την τήρηση των εντολών του Χριστού σαν τον μόνο σκοπό της ζωής του. Αυτές οι πανίερες εντολές γίνονται γι’ αυτόν σταυρός, πάνω στον οποίο συνεχώς σταυρώνει τον παλαιό του ανθρωπο «σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» του. ( Γαλ. Ε΄ , 24 ).
Και συνεχίζει ο Άγιος, τονίζοντας πως «για να δεχτούμε τον σταυρό στους ώμους μας, πρέπει πρώτα να πάψουμε να ικανοποι¬ούμε το σώμα στις ιδιότροπές του επιθυμίες, παρέχοντάς του μονάχα ό,τι είναι αναγκαίο για την ύπαρξή του. Πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι η αλήθειά μας είναι ένα σκληρότατο ψέμα μπροστά στον Θεό και η λογική μας μία τέλεια ανοησία. Τέλος: Αφού παραδοθούμε στον Θεό μ’ όλη τη δύναμη της πίστης μας και ριχτούμε στη μελέτη του Ευαγγελίου, πρέπει να απαρνηθούμε το δικό μας θέλημα.
Ο σταυρός είναι και παραμένει βαρύς και καταθλιπτικός, ενόσω παραμένει ο σταυρός μας.
Όταν όμως μεταμορφωθεί σε Σταυρό του Χριστού, τότε γίνεται ασυνήθιστα ελαφρός. «Ο ζυγός μου», είπε ο Κύριος, «χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν».( Ματθ. ΙΑ΄, 30.)
Ο μαθητής του Χριστού λαμβάνει τον σταυρό στους ώμους του, όταν παραδέχεται πως είναι άξιος των θλίψεων που η Πρόνοια του Θεού του καταπέμπει.
Ο μαθητής του Χριστού τότε φέρει και υπομένει τον σταυρό του σωστά, όταν αναγνωρίζει, ότι οι θλίψεις που του στάλθηκαν είναι ακριβώς αυτές και όχι άλλες είναι αναγκαίες για την εν Χριστώ μόρφωσή του και τη σωτηρία του.
Τότε φέρουμε καρτερικά τον σταυρό μας, όταν αληθινά αντιλαμβα¬νόμαστε και αναγνωρίζουμε το αμάρτημά μας. Σ’ αυτή τη συναίσθηση του αμαρτήματός μας δεν υπάρχει καμιά αυταπάτη. Ωστόσο, όποιος παραδέ¬χεται τον εαυτό του αμαρτωλό και ταυτόχρονα γογγύζει και μοιρολογάει από το ύψος του σταυρού του, αποδεικνύει μ’ αυτό, ότι με το να παραδέχεται την αμαρτία του επιφανειακά, κολακεύει μονάχα τον εαυτόν του και τον ξεγελά.
Το να υπομένουμε καρτερικά τον σταυρό μας αποτελεί αληθινή μετάνοια.
Έξω από τον σταυρό, δίχως τον σταυρό, δεν υπάρχει ζώσα γνώση του Χριστού.
Σταυρός είναι η ισχύς και η δόξα όλων των απ’ αιώνος Αγίων.
Ο Σταυρός είναι ιατήρας των παθών, εξολοθρευτής των δαιμόνων.
Θανάσιμος είναι ο Σταυρός για εκείνους, που τον σταυρό τους δεν τον μεταμόρφωσαν σε Σταυρό του Χριστού, που από τον σταυρό τους γογγύζουν κατά της Πρόνοιας του Θεού. Σταυρός είναι για εκείνους που τον μέμφονται και τον βλασφημούν και παραδίνονται στην απελπισία και την απόγνωση. Οι αμαρτωλοί, που δεν εξομολογούνται και δεν μετανοούν, πεθαίνουν πάνω στον σταυρό τους, με θάνατο αιώνιο. Με το να μην υπομένουν καρτερικά, αποστερούνται την αληθινή ζωή, τη ζωή μέσα στον Θεό. Τους αποκαθηλώνουν από τον σταυρό τους, για να κατέβουν σαν ψυχές στον αιώνιο τάφο».
Διά του Σταυρού, τονίζει ο Απόστολος Παύλος (Κορ. Α΄, 21-24) , ο Χρι¬στός εφανέρωσε την δύναμη και τη σοφία του Θεού.
Ο Σταυρός ακόμη, γίνεται το σημείον φιλίας με τον Θεόν. Δίδει εις την ψυχή κάθε δύναμη, χορηγεί δια Πνεύματος Αγίου την σωτήρια σύνεση και την ένθεο σοφία και ανεβάζει τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού.
Η Αγάπη για τον Σταυρό δίνει ανταμοιβή την Αγάπη και την Πίστη. Την Πίστη στην Σταυρική θυσία του Χριστού μας και στην θεληματική υπέρβαση του εαυτού μας για την αγάπη Εκείνου, του Χριστού της οδύνης, της αισχύνης, των τραυμάτων, του χλευασμού, του εμπαιγμού, της άδικης κατηγορίας και συκοφαντίας, της άκρας ταπεινώσεως.
Αγάπησε και εσύ με ειλικρινή πίστη τον δρόμο που οδηγεί έξω από την πόλη της καλοπέρασης, της δήθεν ευημερίας και ειρήνης και ακολούθησε με πνευματικό φιλότιμο την πορεία των πνευματικών ευαγγελικών επαγγελιών, στον αγώνα για την απόκτηση των θεοειδών αρετών, στο πνεύμα της Θεοκοινωνίας και της κοινωνίας με τον πλησίον.
«Αν έλειπε η Αγάπη, θα ήταν ακατανόητη η σταυρική θυσία του Χριστού. Για τον Θεό Σταυρός σημαίνει αγάπη και αγάπη σημαίνει Σταυρός». Η πίστη τον καθιερώνει και η ελπίδα τον διατρανώνει.
Κάθε προσφορά και θυσία απαιτεί πνευματική προετοιμασία και αυτή είναι η αγάπη. Άλλωστε, φθαρτά πράγματα θυσιάζουμε σε αυτή την ζωή. Η ανταμοιβή όμως και το κέρδος είναι άφθαρτο και αιώνιο.
« Ο φτωχός Λάζαρος, που αναφέρει το Ιερό Ευαγγέλιο, υπέμεινε καρτερικά τη στέρηση των αγαθών αυτού του κόσμου. Και έτσι τον άμειψε ο Θεός, βάζοντάς τον στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός είναι πάντοτε κοντά μας και προπαντός στις θλίψεις μας και στις στενοχώριες.
Όταν δεν υπομένεις τον Σταυρό, τις θλίψεις, γνώριζε ότι δεν αγαπάς αληθινά τον Θεό και μέσα σου ζει περισσότερο ο κόσμος, παρά Εκείνος. Η αρρώστια και η φτώχεια άς μη σε φοβίζουν, γιατί έχεις βοηθό τον Χριστό. Αυτός είναι η ελπίδα σου. Πάνω από την αγάπη για το σώμα σου πρέπει να έχεις την αγάπη προς τον Θεό» (Αββά Ισαάκ του Σύρου), τονίζει ο Αββάς Ισαάκ.
Κάθε μεγάλη αγάπη, είναι Εσταυρωμένη, είναι θυσία, είναι πόνος, είναι μαρτύριο, είναι προσφορά αίματος έως τον θάνατο.
Και ο Απόστολος Παύλος μας παραγγέλλει: «Περιπατείτε εν αγάπη καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις οσμήν ευωδίας» ( Εφεσ. Ε΄, 2 ).
Ο Κύριος έδωσε το παν από τον εαυτό Του και ζητεί το παν από τον άνθρωπο.
Και, επειδή κάθε αγάπη πρέπει να είναι αμοιβαία, ο Χριστός αναζητεί τον άνθρωπο και ζητεί να Τον αναζητούν. Ο Χριστός διψά να Τον διψούν· αγαπά να αγαπάται και έρως Του είναι να Τον ερωτεύωνται. Από αυτόν τον θείον έρωτα κατείχετο ο Απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «Ζω δέ ουκέτι εγώ, ζη δέ εν εμοί Χριστός» ( Γαλ. Β΄, 20 ).
Ο Χριστός είναι ζηλότυπος!
«Ο Χριστός δεν θέλει το έξω της καρδίας μας, αλλά αυτήν ολόκληρη την καρδία μας».
Μακάριος και ευλογημένος είναι εκείνος, που περνώντας από την στενή και τεθλιμμένη οδό του Σταυρού, με πίστη, ελπίδα και αγάπη ενατένισε τη λαμπροφόρο Ανάσταση.
Πριν σου στείλει ο Θεός το Σταυρό που σηκώνεις, τον κοίταξε με την ατέλειωτη δικαιοσύνη Του, τον θέρμανε στη γεμάτη αγάπη καρδιά Του, τον ζύγισε καλά με τα στοργικά Του χέρια, μή τυχόν και πέσει βαρύτερος από όσο μπορείς να σηκώσεις, και αφού υπελόγισε το θάρρος σου, τον ευλόγησε και τον τοποθέτησε προσεκτικά στους ώμους σου.
Μπορείς να τον σηκώσεις.
Κράτησέ τον και ανέβαινε από το Γολγοθά προς την Ανάσταση».
Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δε θα μπορέσει να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών, χωρίς τό σταυρό του. Κανείς δε θα δεχθεί τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος στην καρδιά του, χωρίς το Σταυρό του Γολγοθά και να πλέξει γύρω του σαν τριαντάφυλλα τα έργα της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης.
|
Αποσπάσματα Ομιλίας
Καθηγουμένης Αικατερίνης
Ι.Μ. Οσίου Εφραίμ του Σύρου
|
|