ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ



ΤΟ ΚΑΚΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠ’ ΕΞΩ,
ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!



Θα φύγω από τον τόπον αυτόν των πειρασμών! Αυτήν την απόφαση έλαβε ένας μοναχός, που νόμιζε ότι του έφταιγε ο τόπος και τα πρόσωπα του περιβάλλοντος εις το οποίον ζούσε, το μοναστήρι δηλαδή και οι συνάδελφοί του.

Διά να θυμώνει τόσον συχνά, διά να χάνει την ειρήνη του, διά να φιλονικεί και να ευρίσκεται εις διάστασιν, να φταίνε οι άλλοι. Έτσι σκέφτηκε. Απεφάσισε, λοιπόν, να αποσυρθεί σε κάποιο ερημικό μέρος, διά να απαλλαγεί από τούς πειρασμούς, να ζήσει ειρηνικά και να προαχθεί εις την αρετήν. Και πραγματοποίησε την απόφασή του, Έπειτα από αρκετούς κόπους να εγκατασταθεί εις το ερημικό μέρος πού διάλεξε. Και όμως, οι, πειρασμοί, δεν έλειψαν.

Την μία ημέρα πήγε να πιάσει την στάμνα του και την αναποδογύρισε. Προσπάθησε να την σηκώσει, αλλά πάλι του έπεσε. Αυτό ήταν ικανό να του ανάψει τέτοιο θυμό, ώστε να την πετάξει κάτω και να την κάνει κομμάτια. Την άλλην ημέρα, την στιγμήν πού προσπαθούσε να σπάσει ένα κλαρί… πλήγωσε το χέρι του και ξαναθύμωσε. Μετ’ ολίγον ο αέρας του ανέτρεψε την πόρτα της καλύβας του και ξαναθύμωσε. Στην συνέχεια είδε ότι τα νυχτοπούλια του τάραξαν τον ύπνο την νύχτα, οι μύγες πού τον ενοχλούσαν την ημέρα, όλα τα στοιχεία της φύσεως γίνοντο και μία νέα αφορμή να θυμώνει. Δεν χρειάζεται πλέον πολλή φιλοσοφία να καταλάβει την αιτία του κακού:

- Δεν μπορώ να είμαι ειρηνικός, ούτε στην έρημο, είπε, και τούτο διότι δεν μου φταίνε οι άλλοι, αλλά εγώ. Το κακό δεν είναι απέξω, αλλά από μέσα μου. Γύρισε, λοιπόν, εις το μοναστήρι του και με συστηματική προσπάθεια, πού στράφηκε προς τον εαυτόν του και όχι προς τούς άλλους, κατόρθωσε με την χάριν του Θεού να δαμάσει το πάθος του, να γίνει ταπεινός, να μη κατηγορεί τούς άλλους, και να βρει την ειρήνη του όχι εις την φυγή και την απομόνωση, αλλά εις την αυταπάρνησή και την ταπείνωση.

Και σκέφθηκα: Αλήθεια, με πόση άνεση, πόσο εύκολα βρίσκουμε ενόχους για την ταραχή μας, τις αρνητικές μας συμπεριφορές, τα ξεσπάσματά μας! Πόσο ανεύθυνα φορτώνουμε τις παραβάσεις μας στους ώμους των άλλων! Λέμε με επιπολαιότητα: Εάν δεν μου φερόταν έτσι, εάν δεν γινόταν αυτό... Εάν δεν μου μιλούσαν έτσι… .Εάν δεν κάνανε εκείνο... Δηλαδή πάντα οι άλλοι, μόνον οι άλλοι. Εγώ δεν έχω κάποια ευθύνη για τις συμπεριφορές μου; Δεν γνωρίζω το σωστό, το πρέπον, το θέλημα του Θεού;

Είναι έντιμο να λέμε πώς φταίνε οι άλλοι γι’ αυτό πού είμαστε εμείς, για την δική μας ποιότητα; Είναι άνανδρο να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας γι’ αυτά πού κάνουμε, γι’ αυτά πού σκεφτόμαστε. Πρέπει να συνειδητοποιήσω πώς οι άλλοι δεν είναι για μένα ή κόλαση μου, εγώ δεν είμαι γι’ αυτούς ο παράδεισός τους. Εάν φερθούμε έξυπνα εν Χριστώ, οι συμπεριφορές των άλλων μπορούν να είναι για μάς προσκλήσεις, για να δουλέψουμε περισσότερο τον δικό μας χαρακτήρα. Είναι χρόνος χαμένος, ευκαιρίες χαμένες, αυτά τα άνανδρα άλλοθι. Οι άλλοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί, τοποθετήθηκαν δίπλα μας από το χέρι της αγάπης του Θεού. Είναι οι ευλογίες μας. Οι χαρακτήρες των άλλων είναι η σμίλη που το δικό Του χέρι έβαλε δίπλα μας, για να γίνουμε κομψοτεχνήματα και να αναπαύεται το βλέμμα του Θεού, να δοξάζεται το όνομά Του, να μας βλέπουν οι άλλοι και να φθάνουν μέχρι τον Θεό.

Εάν πολύ συχνά λέμε «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», τότε θα φθάσουμε δοξολογώντας στον ουρανό. Γιατί εμείς είμαστε καλεσμένοι να χτίζουμε πάνω από τα αστέρια. Επειδή όποιος χτίζει κάτω από τα αστέρια χτίζει πολύ χαμηλά.



ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ



Να φροντίσεις, παιδί μου να είσαι πάντοτε απλός και άκακος, και να μην έχεις άλλα στην καρδιά σου και άλλα στο στόμα σου· διότι αυτό είναι δολιότητα. Να γίνεις άνθρωπος που λέει την αλήθεια και όχι ψεύτης. διότι το ψέμα είναι από τον Πονηρό. Ποτέ να μην ανταποδίδεις κακό για το κακό που σου έκαναν, αλλά αν κάποτε συμβεί να σου κάνει κάποιος κακό, συγχώρησέ τον, για να συγχωρέσει και σένα ο Θεός. Αν σε πολεμά η μνησικακία, να προσεύχεσαι με όλη την ψυχή σου για κείνον τον αδελφό, και θα φύγει η μνησικακία. Πρόσεχε να μη δεχθείς το πάθος του φθόνου, για να μη σε καταπιεί ο Διάβολος ζωντανό· αλλά απεναντίας να εξομολογείσαι το πράγμα και να παρακαλείς τον Θεό να σε λυτρώσει από ένα τέτοιο κίνδυνο. Αν δεις κάποιον να αμαρτάνει, να μην τον κακολογήσεις, ούτε να τον κατακρίνεις, ούτε να τον μισήσεις, για να μην πέσεις και εσύ στο ίδιο αμάρτημα· αλλά απεναντίας να λες ότι εγώ είμαι χειρότερος· και, ότι σήμερα αμάρτησε αυτός, και εγώ αύριο. Να ξέρεις ότι φοβούνται και οι δαίμονες τη νηστεία, την αγρυπνία, την εγκράτεια, την ταπείνωση, τις προσευχές και τα δάκρυα και τις άλλες αρετές. αν θέλεις να σου χαρίσει ο Θεός δάκρυα και κατάνυξη και απάθεια, να θυμάσι πάντοτε το θάνατο και τον τάφο σου. Αν εξαπατηθείς από τον Διάβολο και πέσεις σε αμαρτία, ή σε μικρή ή σε μεγάλη, μην έρθεις σε απελπισία και οδηγηθείς στην απώλεια, αλλά τρέξε σε εξομολόγηση και σε μετάνοια, και ο Θεός δε θα σε απορρίψει.

Οσίου Εφραίμ του Σύρου Εργα Τόμος Γ΄



« ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ
ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ ».



Δηλώνεται με τα λόγια αυτά, ότι εκείνος που δεν συγχώρησε τέλεια εκείνους που του έφταιξαν, και δεν εμφάνισε στο Θεό την καρδιά του καθαρή από λύπη, λαμπρυσμένη με το φως της συμφιλιώσεως προς τον πλησίον, θα εκπέσει από τη χάρη των καλών, για τα οποία προσευχήθηκε. Και με δίκαια κρίση θα παραδοθεί στον πειρασμό και στον πονηρό, για να διδαχθεί, ότι πρέπει να καθαρίζεται όταν αμαρτάνει, ελευθερώνοντας την ψυχή του από τις κατηγορίες που κάνει κατά των αδελφών.

Πειρασμό λέγοντας, εννοεί τώρα τον νόμο της αμαρτίας, που ο πρώτος μεν άνθρωπος δεν είχε, αλλά γεννήθηκε αργότερα. Πονηρό δε, τον εισάξαντα στη φύση των ανθρώπων το νόμο της αμαρτίας διάβολο, που έπεισε με απάτη τον άνθρωπο, να μεταφέρει την έφεση της ψυχής από το επιτρεπόμενο στο εμποδισμένο και να τραπεί στην παράβαση της θείας εντολής, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ματαίωση της κατά χάρη αφθαρτοποιήσεώς του, που του έδωσε ο Θεός.

Πειρασμό λέγει, ο Κύριος, ίσως την εκούσια διάθεση της ψυχής προς τα πάθη της σάρκας. Πονηρό δε, τον κατ’ ενεργεία συμπληρωματικό τρόπο της εμπαθούς διαθέσεως. Από τον πειρασμό και τον πονηρό, ο δίκαιος κριτής, δεν ελευθερώνει εκείνον που δεν αφήνει τα οφειλήματα «τοις οφειλέταις». Αν και με την προσευχή ζητάει την άφεση, χωρίς όμως ψυχική αίσθηση, ο Κύριος, τον αφήνει να μολύνεται με το νόμο της αμαρτίας και τον εγκαταλείπει να κυριεύεται από τον πονηρό, σαν σκληροκάρδιο και στο λογισμό άκαμπτο για καταλλαγή με τον πλησίον. Κι’ ακόμα, επειδή προτίμησε, από την αγαθή φύση, την οποία δημιούργησε ο Θεός, τα «πάθη της ατιμίας» (Ρωμ. α΄, 26), που σπορέας τους είναι ο διάβολος.

Γι’ αυτό και ο Κύριος, αφού εξακολουθεί να κυλιέται εκούσια στα σαρκικά πάθη, δεν εμποδίζει τον συμπληρωματικό τρόπο των πειρασμών να ενεργήσει επάνω του, αλλ΄ ούτε τον ελευθερώνει από τη διάθεση προς αυτά, γιατί, επί πλέον, θεώρησε τη φύση κατώτερη από τα ανυπόστατα πάθη. Και επειδή είναι βυθισμένος σ’ αυτά, αγνόησε τον βαθύτερο λόγο της φύσεως, σύμφωνα με τον οποίο θα μάθαινε, ποιός είναι ο νόμος της φύσεως, ποιός των παθών ή της γνωμικής ελευθερίας, η οποία, απομακρυσμένη από τη φύση, γίνεται τυραννική.

Και ότι τον μεν φυσικό νόμο πρέπει να αγαπάει για να συντηρεί με τις απλές φυσικές ενέργειες, την δε αυθαίρετη γνώμη να την αποδιώξει μακρυά και με το λόγο να διατηρήσει τη φύση, που αφ’ εαυτής στέκεται καθαρή και άμωμη. Και να κατακτήσει πάλι τη γνώμη συνέμπορο με τη φύση, χωρίς κανένα μίσος και κανένα χωρισμό από τους αδελφούς. Η γνώμη να μην έχει εντελώς τίποτε από εκείνα που δεν περιέχονται στο λόγο της φύσεως, οπότε προκαλείται κάθε μίσος, και ν’ αποφεύγεται κάθε χωρισμός από τον κατά φύση συγγενή άνθρωπο, για να εισακούεται από το Θεό, λέγοντας αυτή την προσευχή, και έτσι να παίρνει διπλή, αντί απλής, χάρη από το Θεό: τη συγχώρηση για τα προηγούμενα πλημμελήματα και τη χορήγηση προστασίας για τα μέλλοντα και λύτρωση. Ώστε να μην αφήνεται από το Θεό να πέσει σε πειρασμό και να μη εγκαταλείπεται να δουλωθεί στον πονηρό, για μόνο το λόγο, ότι με προθυμία συγχωρεί τα οφειλήματα του πλησίον.

Έτσι λοιπόν και εμείς – για να ξαναγυρίσω το λόγο πίσω και να αποδώσω συνοπτικά τη δύναμη των όσων είπα – εάν θέλουμε να ρυσθούμε από τον πονηρό και να μη εισέλθουμε σε πειρασμό, ας πιστέψουμε στο Θεό και ας αφήσουμε τα οφειλήματα «τοις οφειλέταις ημών». «Εάν, λέγει ο Κύριος, μη αφήτε τοις ανθρώποις, τα αμαρτήματα αυτών, ούτε ο Πατήρ υμών ο ουράνιος αφήσει υμίν» ( Ματθ. ς’ , 15 ).

Τοιουτοτρόπως να μη λάβουμε μονάχα άφεση των πλημμελημάτων μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας να νικήσουμε. Ούτε πάλι να εισέλθουμε στην πείρα του διαβόλου με την εγκατάλειψη του Θεού. Και να πατήσουμε τον πατέρα του διαβόλου πονηρό όφη, από τον οποίο παρακαλούμε να ρυσθούμε, έχοντας στρατηγό μας τον Χριστό που νίκησε τον κόσμο. Αυτόν που μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών του και συνδέει την ανθρώπινη φύση με την αγάπη, αφού προηγουμένως, όπως είναι νόμιμο, θεραπευθούν τα πάθη. Ύστερα δε μας κινεί την όρεξη αχόρταστα για τον Άρτο της ζωής, της σοφίας, της γνώσεως και της δικαιοσύνης, που είναι ο ίδιος.

Και εκπληρώνοντας το πατρικό θέλημα, μας κάνει ομολάτρες με τους Αγγέλους, τους οποίους μιμούμαστε σωστά με τον τρόπο της ζωής μας, που γίνεται ευάρεστος στον ουρανό. Κι’ ύστερα απ’ αυτό, μας οδηγεί προς την ακρότατη ανάβαση των θείων, προς τον Πατέρα των Φώτων και μας μεταπλάθει σε «θείας φύσεως κοινωνούς» ( Β’ Πέτρ. α΄, 4 ), με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Κι’ έτσι γινόμαστε τέκνα του Θεού, περιφέροντες όλοι μέσα μας, με άκρα καθαρότητα, όλον απεριόριστα τον κατά φύση Υιό του Θεού, που χορηγεί τη χάρη· αυτόν, από τον οποίο και διά του οποίου και εν τω οποίω Χριστώ, έχουμε το είναι και την κίνηση και τη ζωή, αλλά και θά έχουμε στην αιωνιότητα.

Ο σκοπός λοιπόν της προσευχής αυτής, ας αποβλέπει προς το μυστήριο της θεώσεώς μας, για να μάθουμε ποιοί ήμαστε και σε τί μας μετέβαλλε η με τη σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από πού, εμάς που βρισκόμαστε στον κατώτατο χώρο του σύμπαντος, όπου μας εκρήμνισε το βάρος της αμαρτίας, μας ανέβασε με τη δύναμη του φιλάνθρωπου χεριού του. Όταν τα μάθουμε αυτά, τότε θα αγαπήσουμε πιό πολύ αυτόν, που έτσι σοφά μας χάρισε τη σωτηρία.

Με τα έργα μας, ας αποδείξουμε ότι εφαρμόζουμε στην πράξη την προσευχή και ας φανούμε, ότι ομολογούμε τον αληθινά κατά χάρη Πατέρα μας Θεό. Και να προσέξουμε μήπως παρουσιάσουμε τεκμήρια, ότι έχουμε πατέρα μάλλον τον πονηρό, που με τα πάθη της ατιμίας επιχειρεί να δεσπόζει πάντοτε τυραννικά επάνω στη φύση. Και χωρίς να το καταλάβουμε, ανταλλάξουμε τη ζωή με το θάνατο, επειδή ο Θεός και ο διάβολος δίνουν φυσικά έκαστος απ’ ό,τι έχει σ’ εκείνους που τον πλησιάζουν. Ο Θεός χορηγεί αιώνια ζωή σ’ αυτούς που τον αγαπούν, ο διάβολος μεταδίδει θάνατο σ’ αυτούς που τον προσεγγίζουν, με την υποβολή των εκουσίων πειρασμών.

Γιατί ο τρόπος των πειρασμών είναι, κατά τη Γραφή, διπλός. Ο ένας ηδονικός, ο άλλος οδυνηρός. Ο πρώτος είναι προαιρετικός, ο άλλος χωρίς τη θέλησή μας. Και ο μεν γεννάει την αμαρτία και στον οποίο, παρακαλούμε, να «μη εισέλθουμε», κατά την προσταγή του Κυρίου, όταν λέμε: «Και μή εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» και «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» ( Ματθ. 26, 11 ).

Ο ΄Αλλος πειρασμός, είναι τιμωρητικός της αμαρτίας, που βασανίζει με επιφορές ακουσίων οδυνών την φιλαμαρτωλή διάθεση. Τον οποίο, εάν κανείς υπομείνει με καρτερία – εφ’ όσον δεν θα είναι βέβαια καρφωμένος με τα καρφιά της κακίας – θα ακούσει τον Μεγάλο Ιάκωβο, να βοά δυνατά: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως υπομονήν κατεργάζεται· η δε υπομονή, δοκιμήν· η δε δοκιμή, έργον τέλειον εχέτω» ( Ιακ. α΄, 2-3 ).

Και τους δύο αυτούς πειρασμούς, τον εκούσιο και τον ακούσιο εκμεταλλεύεται με κακουργία ο πονηρός. Τον ένα, με το να σπείρει λογισμούς και να ερεθίζει την ψυχή με τις ηδονές της σάρκας, ώστε με πονηρίες να αποσπάσει την επιθυμία από τη θεία αγάπη. Τον άλλο, με διάφορα σοφίσματα επιχειρεί να φθείρει με ηδονές τη φύση, ώστε αφού εξασθενήσει την ψυχή με τον πόνο και την καταβάλλει, να την εκβιάσει για να εξεγερθεί κατά του Θεού με βλάσφημους λογισμούς.

Αλλά εμείς, αφού γνωρίζουμε τα διανοήματα του πονηρού, πρέπει να απορρίψουμε οριστικά τον εκούσιο πειρασμό, για να μη χωρίσουμε την έφεση από τη θεία αγάπη. Τον δε ακούσιο, που μας έρχεται με την άδεια του Θεού, πρέπει να υπομείνουμε γενναία, για να δείξουμε ότι προτιμούμε, από τη φύση, τον κτίστη της φύσεως.

Ας ευχηθούμε όλοι εμείς, που επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να λυτρωθούμε από τις τωρινές ηδονικές ενέργειες του πονηρού και να ελευθερωθούμε από τα μεταθανάτια αλγεινά με τη μέθεξη της κατ’ είδος υποστάσεως των αγαθών του μέλλοντος, που φανερώθηκε σε μας στο πρόσωπο του Χριστού, του Κυρίου μας, του μόνου μαζύ με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα δοξαζομένου από ολόκληρη την κτίση.

Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.



ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ



Ένας νέος πήγε με βαρειά καρδιά στον Πνευματικό του και εξωμολογήθηκε:

- Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού κι’ ύστερα από την επιστροφή μου στον Χριστό και τη μετάνοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.

- Μου θυμίζεις, μ’ αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πρίν κάμποσο καιρό σ’ ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία.

Ο νέος άκουγε πάντοτε μ΄ ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:

- Ο φίλος μου, πού λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο κι’ ήταν πιά γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μιά καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρη. Αλλ’ έπρεπε πρώτα να καθαριστή. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γυιό να κάνη τη δουλειά αυτή. Μα σάν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τ’ αγριοβότανα, έπεσε σ’ απελπισία.

- Δέ γίνεται να φτιάξη ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πώς να ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;

Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνη η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έρριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέσι του ως το βράδυ χωρίς να κάνη τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνη.

- Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε κι’ είδε πως ο γυιός του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.

- Βαραίνει η ψυχή μου, πατέρα, ωμολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δε μπορώ να πάρω απόφασι ν’ αρχίσω.

- Άν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη, όση πιάνεις με το μπόϊ σου σαν ξαπλώνης και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσης.

Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γυιός, έβαλε αμέσως σε πράξι τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίση το χέρσο χωράφι.

Μιμήσου τον κι’ εσύ, παιδί μου, κι’ όταν ξανάρθης, θα μου πης, άν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξερριζώσης με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.

Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμι από την εξομολόγησι, αποφασισμένος να συνεχίση τον καλό αγώνα.

Εκ του Γεροντικού



Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ



Η θυγατέρα κάποιου πλούσιου στην Αλεξάνδρεια κυριεύθηκε ξαφνικά από πονηρό πνεύμα και βασανιζόταν σκληρά. Ο πατέρας της ξόδεψε πολλά χρήματα, για να την κάνει καλά. Ανώφελα όμως. Η κατάστασις της νέας όλο και χειροτέρευε. Κάποτε, έμαθε πως ένας Ερημίτης, που ασκήτευε πάνω στο βουνό, είχε από τον Θεό το χάρισμα να διώχνει τα δαιμόνια. Του είπαν όμως πως ήταν τόσο ταπεινός, που ποτέ δεν θα δεχόταν να κάνει μια τέτοια θεραπεία. Έπρεπε λοιπόν να βρει κάποια άλλη πρόφαση ο άρχοντας για να τον φέρει στο σπίτι του.

Μια μέρα κατέβηκε στην πόλη ο Ερημίτης να πουλήσει τα πανέρια του. Ο πατέρας της κόρης έστειλε έναν υπηρέτη να αγοράσει μερικά και να τον προσκαλέσει στο σπίτι, για να πληρωθεί. Ανύποπτος εκείνος πήγε. Μόλις όμως πάτησε μέσα το πόδι του, η δαιμονισμένη, που ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, όρμησε πάνω του και του έδωσε έναν δυνατό μπάτσο στο πρόσωπο. Ο Άγιος Ερημίτης, χωρίς να χάσει καθόλου την ηρεμία του, έστρεψε ταπεινά και το άλλο μέρος, εκτελώντας έτσι την εντολή του Χριστού.

Τότε, έγινε αυτό το ξαφνικό: Το δαιμόνιο άρχισε να σπαράζει άγρια και να βγάζει απελπιστικές κραυγές:

­ Ω, βία! Φεύγω, δε μπορώ να μείνω πιά, με διώχνει η εντολή του Χριστού.

Με τα λόγια αυτά ελευθέρωσε το βασανισμένο πλάσμα. Ολόκληρη η οικογένεια, μαζί με την κόρη, που βρήκε πια τα λογικά της, δόξασαν τον Θεό για το μεγάλο θαύμα πού είδαν με τα μάτια τους, και ζήτησαν τον Άγιο Γέροντα, για να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος όμως, αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, είχε κιόλας εξαφανισθεί.

Όταν οι Πατέρες στην έρημο πληροφορήθηκαν τα γεγονότα, έλεγαν μεταξύ τους πως τίποτε άλλο δεν καταβάλλει την υπερηφάνεια του διαβόλου, όσο η ταπεινοσύνη και η υποταγή στις θείες εντολές.

Εκ του Γεροντικού



Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ



Την ακόλουθη ιστορία τη διηγήθηκε στον Πνευματικό της μια αφιερωμένη στον Θεό παρθένος κι΄ εκείνος την έγραψε, όπως ακριβώς την άκουσε από το στόμα της, για να τη μάθουν κι΄ άλλοι, να ωφεληθούν ψυχικά:

Οι γονείς, που μ΄έφεραν στον κόσμο, ήσαν εντελώς ασύμφωνοι στον χαρακτήρα και με αντίθετες κατευθύνσεις στην ζωή.

Ο Πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός άνθρωπος, πράος, ταπεινός, επιεικής, αφάνταστα ελεήμων, σώφρων κι΄ εγκρατής. Πολύ ευαίσθητος στην υγεία του. Αφ΄ ότου είμαι σε θέσι να θυμάμαι, τον έβλεπα τον περισσότερο καιρό άρρωστο στο κρεβάτι, ωχρό και αδύνατο. Υπόφερε, όμως, με θαυμαστή υπομονή. Ποτέ δεν τον άκουσε κανείς να παραπονιέται για τη βασανιστική αρρώστια του.

Στα μικρά διαστήματα, που ανάρρωνε, επιστατούσε στα κτήματά του. Το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη του τα μοίραζε στους φτωχούς. Με το υπόλοιπο συντηρούσε τη μικρή του οικογένεια, δηλαδή τον εαυτό του, τη μητέρα μου κι΄εμένα. Κοντά στις άλλες του αρετές, ο καλός μου πατέρας είχε αποκτήσει και την σιωπή. Σπάνια μιλούσε – πολλοί τον νόμιζαν άλαλο – κι΄ αυτό γιατί προσευχόταν διαρκώς στον Θεό με το νου και την καρδιά του.

Η μητέρα, αντιθέτως, ήταν τύπος γυναίκας του κόσμου. Αγαπούσε με πάθος την καλοπέρασι, τις διασκεδάσεις, τα πολλά στολίδια και φορέματα. Έκανε τόσο πολυδάπανη ζωή, που είχαμε πάντα οικονομικές στενοχώριες. Θύμωνε και φιλονικούσε διαρκώς μέσα κι΄ έξω από το σπίτι. Τόσο δε φλύαρη και πολυπράγμων ήταν η καϋμένη, που ήξερε καλά όλα τα νέα της μικρής μας πόλεως κι΄ ακόμη ό,τι γινότανε έξω απ΄ αυτήν. Φίλαυτη καθώς ήταν, φρόντιζε πρώτα για τον εαυτό της κι΄ ύστερα για την οικογένειά της. Για τον άνδρα της δεν έδειχνε καμμιά στοργή και με τη φανερή της αντιπάθεια μεγάλωνε τα βάσανά του. Παρ΄ όλα της τα ελαττώματα και την άκρατη ζωή που έκανε, είχε υγεία και γεροδεμένο σώμα. Ποτέ δεν θυμάμαι να αρρώστησε.

Ενώ ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι, ο πατέρας μου πέθανε ύστερα από βασανιστική αρρώστεια. Συνέβη κι΄ αυτό ακόμη στο θάνατό του, που μου έκανε τρομακτική εντύπωσι: Έγινε τέτοια πρωτοφανής κακοκαιρία, αέρας, βροχή, κεραυνοί, που ήταν αδύνατο να βγούμε να τον θάψωμε! Κρατήσαμε έτσι το λείψανο τρεις μέρες άταφο στο σπίτι. Τέλος, δύο άνδρες από τους συγγενείς μας αναγκάστηκαν, με πολλή δυσκολία, να το μεταφέρουν στο κοιμητήρι και να το θάψουν πρόχειρα, γιατί δεν αντέχαμε άλλο να βλέπωμε τον νεκρό στο σπίτι. Περιφρονημένος και στον θάνατό του, ο καλός μου πατέρας, αφού ούτε κηδεία του έγινε. Μερικοί κακοί γείτονες, μάλιστα, βλέποντας τις τόσες κακομοιριές, τον κακολογούσαν:

- Ποιός ξέρει τί αμαρτίες έχει κάνει, έλεγαν, αφού δεν αφήνει ο Θεός ούτε να ταφή.

Η μητέρα μου, ύστερα από το θάνατο του πατέρα, ανεμπόδιστα πιά, πήρε τον ηθικό κατήφορο και μετάβαλε το σπίτι μας σε τόπο ακολασίας. Αλλά δεν έζησε πολύ. Πέθανε ξαφνικά, ενώ είχε σπαταλήσει στο μεταξύ ό,τι είχε απομείνει από την περιουσία του πατέρα μου. Οι φίλοι της, όμως, της έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία. Κι΄ήταν ένας καιρός θαυμάσιος. Αυτό το πρόσεξα ιδιαιτέρως.

Εγώ, που είχα περάσει πια την παιδική μου ηλικία κι΄ είχαν αρχίσει να με κυριεύουν οι νεανικές ανησυχίες, βρέθηκα ολομόναχη στον κόσμο και σε μεγάλη αμηχανία τι δρόμο ν΄ ακολουθήσω. Οι σκέψεις μ΄ εβασάνιζαν.

- Πρέπει, χωρίς άλλο, να φτιάξω μόνη μου τη ζωή μου, αφού δεν έχω πια προστάτες, έλεγα στον εαυτό μου. Αλλά ποιόν δρόμο να διαλέξω; Έχω μπροστά μου δύο διαφορετικά παραδείγματα: της μητέρας και του πατέρα. Εκείνος, καλός μα δυστυχής. Κατατρεγμένος στη ζωή και στο θάνατο – αδύνατο να φύγει από το νου μου το άταφο σώμα του. Αν άρεσε στον Θεό, γιατί τον βασάνισε τόσο; Η μητέρα δεν είχε κάνει ηθική ζωή – το είχα καλά αντιληφθή. Είχε όμως όσα αγαθά μπορεί κανείς να επιθυμήση, υγεία, καλοπέρασι, πολλές γνωριμίες κι΄ έφυγε ευχαριστημένη από τον κόσμο, μπορεί να πη κανείς.

Όσο πιό πολύ συλλογιζόμουν το πράγμα κι΄ έκανα με το μικρό μυαλό μου σύγκρισι, τόσο περισσότερο έκλινα η ταλαίπωρη ν΄ ακολουθήσω τη ζωή της μητέρας. Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως με σπλαγχνίσθηκε και μ΄ωδήγησε στον ίσιο δρόμο, μ΄ αυτό τον παράδοξο τρόπο:

Μιά νύχτα, που έπεσα να κοιμηθώ, κάνοντας πάλι τις ίδιες σκέψεις, είδα ένα αποκαλυπτικό όνειρο. Ένοιωσα, ξαφνικά, ν΄ανοίγη η πόρτα του δωματίου μου και να μπαίνει μέσα ένας νέος με φωτεινό πρόσωπο κι΄ αφάνταστα μεγαλοπρεπής. Ήλθε κοντά μου. Μου έρριξε βλέμμα διαπεραστικό, σαν να ήθελε να ερευνήση τα πιό απόκρυφα της καρδιάς μου.

- Τί σκέπτεσαι; με ρώτησε με φωνή ασυνήθιστα αυστηρή αλλά μελωδική.

Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα και κόπηκε η μιλιά μου. Εκείνος επέμενε:

- Φανέρωσε ευθύς τις σκέψεις σου.

Όσο πιό αυστηρός γινόταν ο άγνωστος εξεταστής, τόσο εγώ παρέλυα από φόβο. Αφού δεν έπαιρνε απάντησι, φανέρωσε μονάχος τις σκέψεις που τόσο με βασάνιζαν. Μου έλεγε με ακρίβεια το κάθε τι που είχε περάσει από το νου μου και που εγώ γνώριζα, ώστε δεν μπορούσα ν΄ αρνηθώ, ούτε να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Έπεσα τότε σαν κατάδικη στα πόδια του και τον παρακαλούσα με λυγμούς να με συγχωρήση. Έδειξε πως με λυπήθηκε, γιατί άλλαξε αμέσως ύφος.

- Ακολούθησέ με, πρόσταξε.

Με πήρε από το χέρι και, σαν αστραπή, μ΄ έφερε σε μιά απέραντη πεδιάδα γεμάτη φως και ομορφιά. Δε θα επιχειρήσω να την περιγράψω, γιατί δεν περιγράφονται τ΄ απερίγραπτα. Ευτυχισμένα όντα απολάμβαναν με γαλήνη τα υπερκόσμια εκείνα κάλλη. Ανάμεσά τους αναγνώρισα τον πατέρα μου. Με είδε κι΄ εκείνος. Ήλθε κοντά μου. Με πήρε στην αγκαλιά του. Πόση ασφάλεια και ευτυχία ένοιωσα εκεί μέσα! Δεν ήθελα ποτέ πια να τον αποχωριστώ! Σφίχτηκα επάνω του και τον παρακαλούσα να μη μ΄ αφήση να φύγω.

- Κράτησέ με για πάντα κοντά σου, καλέ μου πατέρα.

- Τώρα δε γίνεται αυτό που ζητάς.

Η φωνή του έγινε σοβαρώτερη.

Αν ακολουθήσης τα ίχνη μου, θα ετοιμάσης εδώ διαμονή. Από τη θέλησί σου εξαρτάται.

Με κύτταξε με τρυφερότητα κι΄ εφίλησε τα μάτια μου για να σκουπίση τα δάκρυά μου. Ο συνοδός μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πάλι. Εγώ όμως δεν εννοούσα να φύγω από την αγκαλιά του πατέρα μου. Τότε εκείνος ήλθε και με τράβηξε από το χέρι.

- Είναι ανάγκη, είπε, να ιδής και τη μητέρα σου.

Τον ακολούθησα, λυπημένη που με χώρησε από την ευτυχία μου. Τώρα κατεβαίναμε. Κατεβαίναμε όλο και πιό βαθειά σ΄ ένα τόπο ακάθαρτο, σκοτεινό, πληκτικό. Κόπηκε η αναπνοή μου από τη βρωμιά και το φόβο. Τερατώδεις μορφές περιφέρονταν παντού. Δυστυχισμένες ψυχές βασανίζονταν, χωρίς οίκτο, από φλόγα άσβεστη. Ανάμεσά τους είδα τη μητέρα μου, βυθισμένη ως το λαιμό σ΄ εκείνο που μου φάνηκε σαν βρωμερή λάβα. Οι κραυγές της έβγαιναν σπαρακτικές, οι στεναγμοί της αδιάκοποι, το τρομερό τρίξιμο των δοντιών ξέσκιζε την καρδιά σου. Θα μ΄ αναγνώρισε, γιατί ξέσπασε σε ασυγκράτητο θρήνο.

- Αλλοίμονο, σε μένα την αθλία. Να τι κέρδισα για τόσο λίγη ηδονή. Απελπισία και βάσανα χωρίς τέλος. Λόγια απεγνωσμένα. Κόντευα να μείνω νεκρή από την θλίψι μου. Η δυστυχισμένη μητέρα μου γύρισε και με είδε.

- Λυπήσου, παιδί μου, εκείνη που σε γέννησε και σε μεγάλωσε, άρχισε να φωνάζει απελπισμένα. Άπλωσε το χέρι σου να με βγάλης απ΄ αυτή την οδύνη.

Τί να έκανα; Σπάραζε η ψυχή μου από τη λύπη. Άπλωσα το χέρι, νομίζοντας πως μπορούσα να βοηθήσω εκείνη που με είχε φέρει στον κόσμο. Μα ένοιωσα τέτοιο πόνο αγγίζοντας την λάβα, που ξέσπασα σε δυνατές κραυγές. Αναστάτωσα τη γειτονιά. Σε λίγο το σπίτι γέμισε κόσμο. Με βρήκαν σε κακά χάλια. Πολλοί νόμιζαν πως είχα χάσει τα λογικά μου. Ήταν αδύνατον να εξηγήσω τί μου συνέβαινε. Έδειχνα τη φοβερή πληγή που μου άφησε στο χέρι εκείνο το κάψιμο, για να τους δώσω να καταλάβουν πως εξ΄αιτίας της βασανιζόμουν. Έμεινα πολύ καιρό στο κρεβάτι, βαρειά άρρωστη. Όταν με τη Χάρι του Θεού, έγινα καλά, ακολούθησα χωρίς δισταγμό το δρόμο του πατέρα μου κι΄ελπίζω στο έλεος του Κυρίου μου πως θα με σώση και θα με αξιώση να συμμεριστώ την ευτυχία του.

Εκ του Γεροντικού



© Copyright 2011 Prosys.gr